Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Κύπρος - Διακόσια Χρόνια η Ελλάδα είναι Μακριά

Κύπρος - Διακόσια Χρόνια η Ελλάδα είναι Μακριά

Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση-Έργο μαθητών στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Βυζαντινού Μουσείου Κύπρου "Ύμνος στην Ελευθερία".

Από την Εθνική Επανάσταση στον Αττίλα και τις «λύσεις» Ανάν

 

«Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα 
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!»

Κωστής Παλαμάς

 

Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*

 

Αν κάτι ίσως μπορέσουν να αφήσουν οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από το ’21, πρέπει να είναι το πόσο σύνθετο γεγονός, καταλυτικό για την εποχή του, ήταν η Ελληνική Επανάσταση και η πορεία προς αυτήν: η Οθωμανική αυτοκρατορία, η Αυστριακή και η Ρωσική, οι κλέφτες και τα Ορλωφικά, ο Αλή Πασάς και οι αποτυχημένες απόπειρες για ανεξαρτησία στα Βαλκάνια, το πνεύμα του Φιλελληνισμού, το εμπόριο, τα γράμματα, η θάλασσα και η παιδεία και δεκάδες άλλοι δυναμικοί παράγοντες που συνθέτουν το παζλ αυτής της υψηλόφρονος εποχής.

Όπως διαβάζουμε στην Διήγηση των Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, καθ’ υπαγόρευση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, «Από 32 έθνη ήλθαν νέοι φιλοπόλεμοι εις τα χώματα της Ρούμελης και του Μορέως, άλλοι έπεσαν σφάγια της μάχης, άλλους έφαγε κακοπάθεια και λοιμική, άλλοι ζουν δακτυλοδεικτούμενοι με σέβας από τους ευεργετημένους… Εις τα 1821 θάλασσα και στεριά Ελληνική έγειναν Θερμοπύλαις, όθεν εξηγείται, πώς λαοί, και οι πλέον ευαίσθητοι άνδρες του αιώνος έδειξαν τόσην συμπάθειαν δια τον αγώνα».

Το ρηχό πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας και του Μέτερνιχ δεν είχαν πέραση εις εκείνην  την «τρικυμίαν της αγάπης», όταν ένας μέγας Σατωβριάνδος έλεγε ότι με το αίμα του ήθελε να γραφτεί η Συνθήκη της Ελευθερίας της Ελλάδας… Όταν ηχολογούσαν οι άμβωνες ναών και πανεπιστημίων στην Ευρώπη και την Αμερική από εγκώμια και ευχές για τους αγωνιζόμενους Έλληνες· όταν πλούσιοι, φτωχοί και αλλόθρησκοι πρόσφεραν στις φιλελληνικές εταιρείες ό,τι μπορούσαν και τα παρθενικά κορίτσια της Γαλλίας κεντούσαν με τα εύμορφα χέρια τους τις σημαίες των φιλελλήνων πολεμιστών.

Το φιλελληνικό ρεύμα στην Αμερική παρουσιάστηκε ιδιαίτερα έντονο μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο ίδιος ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέϊμς Μονρόε στο ετήσιο μήνυμά του, τον Δεκέμβριο του 1822, διακήρυττε ότι «υπάρχει μια βάσιμη ελπίδα για να αποκτήσει ο ελληνικός λαός την ανεξαρτησία του και να επιτύχει πολιτική ισοτιμία ανάμεσα στα άλλα έθνη της γης». Μάλιστα στο Κογκρέσσο είχε υποβληθεί πρόταση για να ορισθεί Αμερικανός εκπρόσωπος, ο οποίος θα παρακολουθούσε από κοντά την πορεία των ελληνικών πραγμάτων και την έκβαση της Επανάστασης.

Οι φιλελληνικές εκδηλώσεις ήταν πολλές και ενθουσιώδεις και σ’ αυτές πρωταγωνιστούσαν πρωτοκλασάτοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, των χριστιανικών εκκλησιών και των ακαδημαϊκών κύκλων.

Ο «ελληνικός πυρετός» που είχε καταλάβει τις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες ήταν τόσο έντονος, ώστε είχαν πειστεί οι Αμερικανοί ότι ο επαναστατικός αγώνας θα είχε αίσιο τέλος, όπως ο δικός τους, και η ελληνική ανεξαρτησία θα ήταν γεγονός. Τα ελληνικά κομιτάτα της Νέας Υόρκης, της Φιλαδέλφειας και της Βοστώνης διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τις άοκνες προσπάθειές τους υπέρ των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Το φιλελληνικό κίνημα είχε πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε πολλές αμερικανικές εφημερίδες το χαρακτήριζαν η Ελληνική Φωτιά (Greek Fire), κάνοντας λογοπαίγνιο με το υγρόν πυρ των Βυζαντινών χρόνων.

Εκείνο, μάλιστα, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι οι Φιλέλληνες των Ηνωμένων Πολιτειών, ξεπερνώντας τους αντίστοιχους της γηραιάς Ευρώπης, αγωνίζονταν όχι μόνο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας στα στενά όρια του Μωριά και της Ρούμελης, αλλά για μια Ελλάδα που θα φθάνει στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβάνοντας εκτός από την Κρήτη… και την Κύπρο. Όπως μας λέει ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος στην Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος (10ος τόμος), οι Αμερικανοί Φιλέλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν αυτονόητο ότι η Κύπρος είναι ελληνική, είχαν υποβάλει σχετικό υπόμνημα στο Κογκρέσσο των ΗΠΑ με τίτλο: «Συμπάθεια προς τους Έλληνες των κατοίκων της Βοστώνης». Απευθυνόμενο προς την «έντιμον Γερουσία και Βουλήν των Ηνωμένων Πολιτειών…», το υπόμνημα αναφέρει, σύμφωνα με τον Κορδάτο: «Ότι αισθάνονται εν βαθύ ενδιαφέρον δια την πολιτικήν κατάστασιν του λαού της Ελλάδος και χαίρουν εκ της πληροφορίας, της προσφάτως ανακοινωθείσης υπό του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών “ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται, ότι η Ελλάς θα καταστή και πάλιν ανεξάρτητον Έθνος”.

Ότι ο αγών ενός καταπιεζομένου και υποδούλου λαού δια την απόκτησιν των ανεκτιμήτων αγαθών της αυτοκυβερνήσεως, και ενός Χριστιανικού λαού δια την απόλαυσιν της θρησκευτικής ελευθερίας, αξίζει των καλλίστων ευχών αυτού του Έθνους, υπέρ της τελικής του επιτυχίας και υπέρ οιασδήποτε βοηθείας και ενθαρρύνσεως, εν συναφεία με το πρωταρχικόν καθήκον της αυτοπροφυλάξεως, τα οποία το Έθνος τούτο δυνατόν να έχη την ικανότητα να παράσχη…

Είναι τελείως προφανές, ότι η δημιουργία ενός νέου ελευθέρου Κράτους εν τη Μεσογείω, αποτελουμένου όχι μόνον από τας ακτάς της Νοτίου Ελλάδος, αλλά και από τας νήσους, ιδιαιτέρως δε την Κρήτην και την Κύπρον, θα απετέλει μίαν ισχυράν αναχαίτισιν εναντίον των υπό της Πύλης βαρβαρικώς εξηρτημένων χωρών εις εκείνας τας θάλασσας και διηυκόλυνε και αυτήν την εμπορική επιχειρηματικότητα, ήτις τώρα ευρίσκει τον δρόμον της εις ένα μόνον λιμένα της Ευρωπαϊκής ή Ασιατικής Τουρκίας…».

Ουσιαστικά, το έγγραφο-υπόμνημα των κατοίκων της Βοστώνης, τον Ιανουάριο του 1824, ήταν μια από τις πρώτες αναφορές στο μετέπειτα ενωτικό ζήτημα, την Ένωση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος. Οι Φιλέλληνες της Βοστώνης, ορμώμενοι από την δήλωση του προέδρου Μονρόε ότι, η Ελλάδα θα καταστεί και πάλιν ανεξάρτητο έθνος, ήθελαν να κάνουν σαφές ότι, εάν το νέο κράτος περιελάμβανε, εκτός από τις ακτές της Νοτίου Ελλάδας, και τα μεγάλα νησιά, θα αποτελούσε ανάχωμα στις πειρατικές επιχειρήσεις και θα διευκόλυνε το ελεύθερο εμπόριο στις ανατολικές θάλασσες της Μεσογείου.

Στόχος των Αμερικανών Φιλελλήνων ήταν να ευαισθητοποιήσουν τον αμερικανικό λαό, θυμίζοντάς του τους πρόσφατους αγώνες του για την ανεξαρτησία του, αλλά και να καθησυχάσουν τους εμπορικούς κύκλους της ανατολικής ακτής ότι η ελληνική ανεξαρτησία δεν θα παρεμπόδιζε τις εμπορικές τους συναλλαγές με την ανατολική Μεσόγειο, αντιθέτως, θα τις ενίσχυε.

Δίνοντας έμφαση στο ελεύθερο αμερικανικό πνεύμα, το οποίο πήγαζε από την αρχαία δόξα και την κλασσική παιδεία, τόνιζαν παράλληλα και τον πρωτεύοντα ρόλο της χριστιανικής πίστης στον ελληνικό εθνικό βίο. Η Ελληνική Επανάσταση είχε γίνει τελικά αμερικανική υπόθεση και, όπως γράφει η Σαντέλι, «βοήθησε τους Αμερικανούς να αυτοπροσδιορισθούν ως λαός» αντιλαμβανόμενοι την κληρονομιά της δικής τους επανάστασης στην παγκόσμια ιστορία.

Όμως, η Αμερική τα κρίσιμα εκείνα χρόνια, από το 1821 έως το 1830, δεν ήταν ακόμα μεγάλη ναυτική δύναμη ούτε είχε ισχυρή παρουσία στην περιοχή μας, πέρα από ιεραπόστολους και εμπόρους. Αλλιώς, ίσως να ήταν πολύ διαφορετική η ιστορία όχι μόνον της ελληνικής Κύπρου, αλλά και του Λεβάντε, δηλ. της Ανατολικής Μεσογείου.


Η Κύπρος στον εθνικό Αγώνα

Σχεδόν ταυτόχρονα με τους Αμερικανούς Φιλέλληνες, ένα μήνα νωρίτερα, στις 6 Δεκεμβρίου 1821, είχε γίνει η πρώτη ενωτική διακήρυξη των Ελλήνων της Κύπρου. Η Διακήρυξη που έθετε σαφώς το αίτημα για σύνδεση της Κυπριακής απελευθέρωσης με τον ελληνικό εθνικό Αγώνα εκδόθηκε στην Ρώμη από τους κληρικούς και λαϊκούς, ιεράρχες και προκρίτους, που είχαν καταφέρει να διασωθούν από τα τρομερά γεγονότα του Ιουλίου του 1821 και να καταφύγουν στην Ιταλία.

Η μεγαλόνησος Κύπρος από την πρώτη στιγμή του Αγώνα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Από τις 3 Μαΐου του ’21, όταν είχε μαθευτεί η έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων με πρόσχημα τις έρευνες για όπλα. Παρ’ όλο που οι 80.000 Έλληνες του νησιού ζούσαν ειρηνικά με τους 20.000 εξισλαμισθέντες και Τούρκους μουσουλμάνους και δεν υπήρχαν ένοπλα σώματα ασκημένα στα πολεμικά έργα, εκδόθηκε διάταγμα για τον αφοπλισμό τους.

Ο αφοπλισμός πραγματοποιήθηκε σ’ όλο το νησί με ευκολία, χωρίς ταραχές, και στις 3 Μαΐου αποβιβάστηκαν στην Κύπρο 4.000 Τούρκοι στρατιώτες, που είχαν σταλεί από τα Οθωμανικά στρατεύματα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Με τις πλάτες της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία είχε πανικοβληθεί μπροστά στην σκέψη ότι μπορεί οι ελληνικοί πληθυσμοί να επαναστατήσουν και εκεί που ήταν δυσμενείς οι γεωγραφικές συνθήκες, ο διοικητής του νησιού Κιουτσούκ Μεχμέτ έδωσε εντολή για εκτεταμένες σφαγές των Ελλήνων κατοίκων.

Τον Ιούλιο του 1821 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους με βάρβαρο τρόπο ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας και πολλοί άλλοι ανώτεροι κληρικοί. Πάνω από 400 εξέχοντες Κύπριοι εξοντώθηκαν, οι περιουσίες τους δημεύθηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά τους εξανδραποδίστηκαν, οι εκκλησίες βεβηλώθηκαν.

Ελάχιστοι από τους Έλληνες, που διακρίνονταν για τον πλούτο, την παιδεία και την επιρροή τους στους ομοεθνείς τους, σώθηκαν και διέφυγαν από την Μεγαλόνησο με την βοήθεια προξένων των μεγάλων δυνάμεων. Οι σφαγές των Ελλήνων της Κύπρου έχουν καταγραφεί στην εθνική μνήμη ανάμεσα στα τραγικότερα συμβάντα της Επανάστασης του ’21. Ο Ανδρέας Κάλβος γράφει γι’ αυτά τα γεγονότα στα Ηφαίστεια του (κγ!):

Δια σας, ηρώων κοπάδια,

δεν φθάνουν η Χίος, η Κύπρος·

 Η Κύπρος, όμως, συνδέεται άμεσα με την Ελληνική Επανάσταση μέσω του πρωτεργάτη της, πρώτου Κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος από μητρογονία ήταν Κύπριος από μεγάλη κυπριακή γενιά. Ο Κυβερνήτης είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα (10/2/1776) και ήταν γόνος της μεσαίας αριστοκρατικής οικογένειας του Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια και της Αδαμαντίνης Γονέμη, το γένος Γονέμη εκ Κύπρου.

Η οικογένεια της μητέρας του Καποδίστρια είχε έρθει στην Κύπρο το 1192 μαζί με την ακολουθία του Γκυ ντε Λουζινιάν από το λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Στο πλαίσιο της Γ’ Σταυροφορίας, ο Γκυ ντε Λουζινιάν, μαζί με τους Ναΐτες ιππότες, είχε συνεργαστεί με τον βασιλιά της μεσαιωνικής Αγγλίας και δούκα της Ακουϊτανίας, Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, ενισχύοντας τον στρατό του για να καταλάβει την Κύπρο (1191).

Οι Γονέμη απέκτησαν σημαντικά προνόμια με τους Λουζινιανούς (Lusignan) βασιλείς της Κύπρου, την «χρυσή εποχή» του μεσαιωνικού αυτού Οίκου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, τα οποία κράτησε και στην συνέχεια με τους Βενετσιάνους που διαδέχθηκαν τους Φράγκους (1489). Μετά την άλωση της Κύπρου από τους Τούρκους, το 1571, οι Γονέμη διέφυγαν στην Βενετία και ύστερα στην Κέρκυρα. Εκεί, αργότερα, ο Κερκυραίος κόμης ιατρός Χριστόδουλος Γονέμης θα αποκτήσει μια κόρη, την Αδαμαντίνη, η οποία θα παντρευτεί τον Αντώνη-Μαρί Καποδίστρια και θα γίνει η μητέρα του Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια. [Πηγή: Χρυστάλλα Αγάθωνος, Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους και οι σχέσεις του με την Κύπρο]

Μετά τα αιματηρά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 και την τουρκική τρομοκρατία, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων έφυγε από την Κύπρο και είτε πήγε σε χώρες της Ευρώπης είτε ήλθε στην Πελοπόννησο και στρατεύθηκε στον Αγώνα.

Από τις σωζόμενες μαρτυρίες υπολογίζονται σε πάνω από 500 οι Κύπριοι που έλαβαν μέρος σε μάχες από το 1821 έως το 1829, όπως στα Δερβενάκια, στην Τριπολιτσά, στο Μεσολόγγι και αλλού. Πολλοί Κύπριοι μετείχαν αργότερα στην κυβέρνηση του Καποδίστρια. Στην Διάσκεψη του Πόρου, τον Σεπτέμβριο του 1828, όπου συναντήθηκαν, μετά το Ναυαρίνο, Βρετανοί, Γάλλοι και Ρώσοι διπλωμάτες για να καθορίσουν τα σύνορα της ανεξάρτητης Ελλάδας, μπήκε και το θέμα της συμπερίληψης της Κύπρου μέσα στα σύνορα του νέου Ελληνικού κράτους.

Ο Καποδίστριας υπήρξε ουσιαστικά ο μόνος Έλληνας πολιτικός, ο οποίος έθεσε επισήμως στη διεθνή κοινότητα το ζήτημα της ενσωμάτωσης της Κύπρου στον εθνικό κορμό όλα αυτά τα 200 χρόνια…

«Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εκ τους πολλούς κατά γην και θάλασσαν αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος», ήταν η απάντηση του αείμνηστου Κυβερνήτη στον εκπρόσωπο του Φόρεϊν-Όφφις το 1827, όταν τον ρώτησε ποια ήταν τα γεωγραφικά σύνορα που θα ήθελαν οι Έλληνες.


Η Κύπρος είναι πάντα μακριά

Μετά την οριοθέτηση των συνόρων στον Πόρο το 1828 και την οριστική συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους με την Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως το 1832, η Κύπρος έμεινε χωρισμένη από την Ελλάδα. Η ελληνική Παλιγγενεσία δεν είχε καταφέρει να την συμπεριλάβει στους κόλπους της. Και, παρ’ όλο που η καρδιά της μεγαλονήσου χτύπαγε πάντα ελληνικά, παρ’ ότι οι Κύπριοι αγωνιστές συμμετείχαν από τότε μέχρι σήμερα σε όλους τους αγώνες του έθνους μας -Κρητική Επανάσταση, Βαλκανικοί πόλεμοι, Μακεδονία, Εθνική Αντίσταση κ.λπ.- η Κύπρος ήταν πάντα μακριά για το εξωνημένο ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο. Και παρέμεινε μακριά το 1960, με τις μειοδοτικές συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που μας οδήγησαν στην διπλή προδοσία του καλοκαιριού του 1974. Η γνωστή πολιτική του divide et impera των Άγγλων (διαίρει και βασίλευε) κατάφερε αυτό που ήθελε εξ αρχής, αφ’ ότου ξέσπασε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ’55-’59: «πρέπει να στρέψουμε τους Έλληνες κατά των Τούρκων ώστε να διατηρήσουμε υπό τον έλεγχό μας την κατάσταση», είπαν συγκεκριμένα το 1955 οι Άγγλοι, όπως αναφέρεται στο βιβλίο Cyprus Conspiracy του O' Mally.

Η Ελλάδα, παρά την εμφατική της υπεροχή στους εξοπλισμούς, ειδικά στον αέρα, ήταν αφοπλισμένη λόγω των δυτικών συμμαχικών πιέσεων να μην πράξει ως όφειλε για την προστασία του Ελληνισμού της Κύπρου, όλη αυτή την περίοδο, από τον Αττίλα μέχρι σήμερα. Τα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού άξονα και της Pax Americana ήθελαν να κρατήσουν την Κύπρο και την Ελλάδα μακριά από κάθε κοινή εξωτερική πολιτική. Ο ρόλος του νεοσύστατου Ισραήλ, επίσης, υπήρξε εξ αρχής καταλυτικός γιατί, χωρίς αμφιβολία, τα τεκταινόμενα στην Μέση Ανατολή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αφορούσαν άμεσα την άμυνα του Ισραήλ. Για δεκαετίες υπήρξε μια πολύ ισχυρή στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Τούρκων και Ισραήλ μέχρι την άνοδο των ισλαμιστών στην Τουρκία. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με το Ιράν επί Σάχη, πριν την επικράτηση του Χομεϊνί.

Το Ισραήλ, εξ αρχής, δεν ήθελε να δει την Ελλάδα κυρίαρχη στην Κύπρο και περιφερειακή δύναμη με αξιώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, γι’ αυτό ασκούσε παρασκηνιακές πιέσεις στην Αγγλία και στον ΟΗΕ να υποστηρίξουν το «ταξίμ», δηλαδή την τουρκική στρατηγική διχοτόμησης του νησιού. Απ’ την άλλη, ήθελε να εδραιώσει δεσμούς με την Κύπρο ώστε να σπάσει την απομόνωσή του και να εξασφαλίσει ζωτικό χώρο. Ένα βασικό εμπόδιο που δυσκόλευε την διπλωματία του Ισραήλ στην Λευκωσία ήταν η προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος ήταν γενικά φιλο-Άραβας… Γι’ αυτό επεδίωξε την βοήθεια της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων, που είχαν την ισχύ του βέτο για τα θέματα άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων, κι έτσι άρχισαν όλα τα μετέπειτα δεινά της Κύπρου.

Η σχέση, όμως, των Ελλήνων της Κύπρου με τον Εβραϊσμό είναι μια μακρά ιστορία, που φθάνει μέχρι τους προχριστιανικούς χρόνους, κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής ηγεμονίας στην Κύπρο.

Μετά την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Αλέξανδρο, η Κύπρος βρέθηκε κάτω από την διοίκηση των Ελλήνων βασιλέων της Αιγύπτου, των Πτολεμαίων της Αλεξανδρείας.

Η Ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας, πρωτεύουσας της Αιγύπτου, σε μεγάλο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο επηρέασε άμεσα την Κύπρο, στην οποία την περίοδο αυτή λειτουργούσε το «Κοινόν των Κυπρίων», που είχε και δικαιοδοσία να κόβει δικά του χάλκινα νομίσματα.

Όταν ο Αύγουστος νίκησε την Κλεοπάτρα και τον Μάρκο Αντώνιο στο Άκτιο (30 π.Χ.) και κατέλαβε την Αίγυπτο, η Κύπρος έγινε οριστικά ρωμαϊκή επαρχία. Ένας από τους πρώτους Ρωμαίους Κυβερνήτες της Κύπρου ήταν ο μεγάλος ρήτορας και συγγραφέας Κικέρων, ο οποίος προσπάθησε να απαλλάξει τους Κυπρίους από την εκμετάλλευση των τοκογλύφων.

Οι Εβραίοι έμποροι στην Κύπρο είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση των πλούσιων ορυχείων χαλκού και κάθε πλουτοπαραγωγικό χώρο για λογαριασμό των Ρωμαίων, όπως γράφει ο Δίων ο Κάσιος.

Το 116 μ.Χ., η εξέγερση των Εβραίων, που είχε ξεκινήσει στην Κυρηναϊκή της Λιβύης, έφθασε και στην Κύπρο όπου ζούσαν πολλές εβραϊκές κοινότητες μετά τον διωγμό τους από την Παλαιστίνη από τους Ρωμαίους. Στην Κυρήνη οι Εβραίοι κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό και ισοπέδωσαν τους ναούς του, όπως μαρτυρεί ο γνωστός Άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Γκίμπον στο μνημειώδες έργο του «Ιστορία της Παρακμής και Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».

Οι Εβραίοι έπιασαν «στον ύπνο» τους Έλληνες, οι οποίοι τους θεωρούσαν φίλους και τους κατακρεούργησαν. Ο Γκίμπον υπολογίζει σε 240.000 τα θύματα στην Κύπρο, πέρα από τους 200.000 της Κυρηναϊκής και μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού της Αιγύπτου. Για την Κύπρο η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική.

Μια άλλη εξέγερση των Εβραίων εναντίον των Ελλήνων της Κύπρου έγινε το 610 μ.Χ., κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Ηρακλείου στο Βυζάντιο.


Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο, που διαδέχθηκε την Βενετοκρατία, οι εβραϊκές κοινότητες ευδοκιμούσαν χάρη στις μεγάλες εισροές Σεφαραδιτών Εβραίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μαζικά στα Οθωμανικά εδάφη μετά τον διωγμό τους από τους Ισπανούς βασιλείς το 1492.

Η Φαμαγκούστα (Αμμόχωστος) έγινε το βασικό κέντρο της κοινότητας των Οθωμανών Εβραίων στην Κύπρο. Η Οθωμανική κυριαρχία κράτησε μέχρι το 1878, όταν η Κύπρος περιήλθε υπό Βρετανική κυριαρχία.

Τον Αύγουστο του 1899, ο Γερμανοεβραίος σιωνιστής Davis Trietsch, ανέφερε την Κύπρο στο 3ο Σιωνιστικό Συνέδριο, που έγινε στην Βασιλεία της Ελβετίας, στο οποίο συμμετείχε ως αντιπρόσωπος. Εκεί επιχείρησε να προωθήσει ένα σχέδιο για μαζική εγκατάσταση Εβραίων στην Κύπρο, το οποίο υποστηρίχθηκε από τον Οργανισμό Εβραϊκού Αποικισμού του Λονδίνου (Jewish Colonisation Association of London), αλλά τελικά δεν ψηφίστηκε από την πλειοψηφία των σιωνιστών συνέδρων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα (1902), ο Θεόδωρος Χερτζλ, Ούγγρος δημοσιογράφος και συγγραφέας, θεωρούμενος ως ο πατέρας του σύγχρονου πολιτικού σιωνισμού, επιχείρησε, επίσης, να παρουσιάσει στην κοινοβουλευτική επιτροπή της Βρετανίας, στο Λονδίνο, μια λύση του προβλήματος της Εβραϊκής Μετανάστευσης με την διεύρυνση του εβραϊκού αποικισμού της Κύπρου, πρόταση που κι αυτή δεν έγινε δεκτή από τους Βρετανούς λόγω της αντίδρασης των Ελλήνων του νησιού.

Η Κύπρος, πάντως, έπαιξε κρίσιμο ρόλο για τις εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τουλάχιστον 50.000 Εβραίοι πρόσφυγες ήλθαν στην Κύπρο, προκειμένου να μεταναστεύσουν αργότερα στο Ισραήλ.

Η ιστορία μάς δείχνει ότι η επιδίωξη αυτή εγκατάστασης Εβραίων στην Κύπρο χρονολογείται από τα πολύ παλιά χρόνια.

Μετά το 1980, οι Ισραηλινοί άρχισαν να αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις στα Κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου. Στα τέλη του 2003, γνωστοποιήθηκε επίσημη έκθεση της ισραηλινής Κνεσσέτ, όπως ονομάζεται η Βουλή τους, που προέβλεπε το ενδεχόμενο δημιουργίας ισραηλινής ναυτικής βάσης στο ψευδοκράτος. Οι δύο αυτές επιδιώξεις των ισραηλινών πραγματοποιούνται σήμερα στο Νότιο μέρος του νησιού, όπου γίνονται μεγάλες ισραηλινές επενδύσεις, μέσω της νεόκοπης συμμαχίας του Τελ Αβίβ με την Λευκωσία μετά την αντιτουρκική στροφή του Ισραήλ.

Η νεοοθωμανίζουσα Τουρκία διέρρηξε την στρατηγική της συμμαχία, θέλοντας να αυτονομηθεί γεωστρατηγικά από τις φιλοατλαντικές δυνάμεις και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ισλαμικού κόσμου. Αυτό άναψε το πράσινο φως στα φιλοϊσραηλινά λόμπυ, είτε στον χώρο της οικονομίας είτε της πολιτικής, να προβάλουν ως ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί την δυνατότητα ενός ελληνο-ισραηλινού άξονα.

Ασχέτως, πάντως, του πώς θα προχωρήσει αυτή η συμμαχία, το θέμα δεν είναι μόνο το μέλλον της Κύπρου, είναι και το μέλλον της Ελλάδας. Ο κίνδυνος είναι κοινός από τον νεοοθωμανικό επεκτατισμό γιατί τα εθνικά μας θέματα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Οποιαδήποτε απώλεια στην Κύπρο θα αυξήσει τις πιέσεις στην Θράκη και στο Αιγαίο. Άρα, πέραν των συμμαχιών, πρέπει να υπάρχει κοινή εθνική στρατηγική, κοινό αμυντικό δόγμα. Και, προ παντός, ολοκληρωμένη στρατηγική που δεν είχαμε ποτέ. Η κάκιστη και εθνοκτόνα πολιτική του στυλ «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» και η αποδοχή «λύσεων» που διαμορφώνονται από τον ξένο παράγοντα, το ευρωατλαντικό μπλοκ και τους γκλομπαλιστές, μέσα από ανυπόστατα σχήματα, όπως το περιβόητο Σχέδιο Ανάν και η πρόσφατη «πενταμερής» (27-29 Απριλίου στην Γενεύη), θα είναι η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Μεγαλονήσου. Καμμία «λύση» με νομιμοποίηση της παρουσίας τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων στον Βορρά δεν μπορεί να αντισταθμισθεί με την παροχή βάσεων στην ισραηλινή αεροπορία στο Νότο… όταν η Ελλάδα θα είναι οριστικά «μακριά». Ένα γεωπολιτικό «σωσίβιο», στο οποίο θα απουσιάζει η ελληνική σφραγίδα, στην Κύπρο δεν εγγυάται «καμμιά σιγουριά ασκλάβωτης ζωής», όπως θάλεγε ο Νέστωρ της κυπριακής πολιτικής, και ποιητής, Βάσος Λυσσαρίδης.

 

*Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.166 – Μάϊος 2021

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου