«Όσο μένει η ανωμαλία,
τόσο προχωράει το κακό»
Ο Σεφέρης υπήρξε
κεντρική µορφή της νεωτερικής μας ποίησης, και της γενηάς του '30.Τα ποιήµατά
του εκφράζουν το ελληνικό πολιτισµικό παρελθόν και είναι υποδείγµατα
γλωσσικής καθαρότητας και εκφραστικής σαφήνειας.
Στις 28 Μαρτίου του
1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη
σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του
κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την
Ελλάδα.
Η κασέτα φθάνει
λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική
Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού
και την «Ντόιτσε Βέλε».
Η Χούντα, φανερά
ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του
πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα
δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε
από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα.
Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε
την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και
μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.
Επισημαίνουμε ότι η
προφητική κουβέντα του νομπελίστα ποιητή μας πως «όσο μένει η ανωμαλία, τόσο
προχωράει το κακό»... παραμένει επίκαιρη και σήμερα, γι’ αυτό πρέπει με
οποιονδήποτε τρόπο να τελειώσει το γρηγορότερο η σημερινή ανώμαλη κατάσταση της
μνημονιακής κατοχής.
Η Ελλάδα κάτω από
στρατιωτικό ζυγό
«Το Κυπριακό είχε φανεί απειλητικό στον ορίζοντα. Στον ορίζοντα της
Αθήνας, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην Ουάσιγκτων. Η κυβέρνηση Παπανδρέου
υποστήριζε τον πρόεδρο Μακάριο στην κατάργηση του συντάγματος της Κύπρου και
στην διαμάχη του με την τουρκική κοινότητα του νησιού, ενώ η Τουρκία
υποστήριζε, φυσικά, τους Τουρκοκυπρίους.
Από την άλλη μεριά, η
Τουρκία τόνιζε συνέχεια τον ρόλο της σαν προστάτιδας της τουρκικής κοινότητας
στην Κύπρο και επιδίωκε να διατηρήσει το ζήτημα αυτό σε διεθνές επίπεδο.
Για την αμερικανική
πλευρά, το κρίσιμο σημείο όλης της διαμάχης δεν ήταν τα δίκαια και τα άδικα των
δύο κοινοτήτων του νησιού, αλλά η ζημιά που προκαλούσε στις σχέσεις μεταξύ της
Ελλάδας και της Τουρκίας, που ήταν και οι δύο σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν
προσέφευγαν σε πόλεμο για το ζήτημα της Κύπρου, θα υπονομευόταν η ασφάλεια των
αμερικανικών βάσεων και στις δύο χώρες. Επιπλέον, και οι δύο χώρες θα
χρησιμοποιούσαν όπλα που θα τα είχαν προμηθευτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Κυπριακή κρίση είχε
κι ένα άλλο αποτέλεσμα, που κατ’ αρχήν επηρέασε την εσωτερική πολιτική της
Ελλάδας και τον ελληνικό στρατό, αλλά που γρήγορα έμπλεξε πολύ βαθιά και τους
Αμερικανούς. Ήταν η υπόθεση «Ασπίδα», η
οποία είχε τις ρίζες της στις ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν παράνομα στην
Κύπρο εξ αιτίας της κρίσης. Η υπόθεση βγήκε στο φως εσπευσμένα από τις
ίντριγκες του Γεωργίου Γρίβα που ήταν διοικητής αυτών των δυνάμεων και γρήγορα
την πήραν στα χέρια τους κύκλοι στενά συνδεδεμένοι με το παλάτι.
Η Πρεσβεία περίμενε πως οι εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για
τις 28 του Μαΐου δεν θα έδιναν καθαρή πλειοψηφία σε κανένα κόμμα, και πως κατά
συνέπεια θα επακολουθούσε ένας
συνασπισμός Παπανδρέου-Κανελλόπουλου, που θα τον υποστήριζαν τα «μετριοπαθή»
στοιχεία και των δύο κομμάτων – δηλαδή, η δεξιά πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου και
η δημοκρατική δεξιά, η οποία ακολουθούσε τον Κανελλόπουλο, αφού και ο Γεώργιος
Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος φαίνεται πως ήταν ευνοϊκά
διατεθειμένοι προς μια τέτοια λύση.
Αυτή την πεποίθηση η
χούντα φρόντισε στην αρχή να την ενθαρρύνει γιατί ταυτίζοντας τον εαυτό της με
τους Αμερικανούς, ήλπιζε να ενισχύσει την αρχικά ισχνή της υποστήριξη μέσα στις
ένοπλες δυνάμεις και στην πολιτική δεξιά.
Φαίνεται πως η CIA,
όπως άλλωστε και το υπουργείο Εξωτερικών, βασίστηκε στον βασιληά και στους
στρατηγούς για να επαναφέρουν ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς κάποιου τύπου, χωρίς
να περιμένει πάντως ότι οι τελευταίοι θα έπειθαν την χούντα να παραδώσει την
εξουσία εθελοντικά.
Για την ακρίβεια, οι
Ηνωμένες Πολιτείες περίμεναν μέχρι τις 23 Ιανουαρίου 1968 για να επαναλάβουν
πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την χούντα, μια πράξη που, όπως λέγεται,
χαιρετίστηκε από την τελευταία με «τεράστια ανακούφιση».
Και πιθανόν να μην είναι καθόλου συμπτωματικό το γεγονός
ότι αυτή η απόλυτη αποδοχή της χούντας ακολούθησε αμέσως μετά την αποχώρηση του
υπουργού Αμύνης Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο οποίος ήταν
υπεύθυνος για την αρχική περικοπή της στρατιωτικής βοήθειας.
Στις 21 Οκτωβρίου του
1968, επαναλήφθηκαν οι αποστολές βαρέων όπλων και έτσι εγκαταλείφθηκε και το
μοναδικό αντιχουντικό στοιχείο που είχε απομείνει στην αμερικανική πολιτική. Η
φαινομενική αιτία ήταν η επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία.
Είναι αλήθεια πως οι γείτονες της Ελλάδας, η Γιουγκοσλαβία και η Αλβανία,
φοβόντουσαν στρατιωτικές πιέσεις από την μεριά της Σοβιετικής Ένωσης, για την
επαναφορά τους στην κομμουνιστική ορθοδοξία. Αλλά κανείς δεν ισχυριζόταν ότι η
Ελλάδα κινδύνευε να δεχτεί στρατιωτική εισβολή. Τα ρωσσικά στρατεύματα μπορεί
να στέλνονταν για να περιμαζέψουν το απολωλός πρόβατο του οίκου του Λένιν, αλλά
δεν θα διέσχιζαν τα σύνορα που είχαν χαραχθεί στην Γιάλτα.
Έτσι, φαινόταν πως η
Τσεχοσλοβακία ήταν η πρόφαση μάλλον
παρά η αιτία για τις καινούργιες αποστολές βαρέων όπλων στην Ελλάδα.
Στην προσυνεδριακή
περίοδο, ο γερουσιαστής Eugene McCarthry,
θυμίζοντας την προειδοποίηση του προέδρου Αϊζενχάουερ για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα,
είπε: «Ο κίνδυνος δεν είναι υπαρκτός στην ίδια μας την πατρίδα ακόμα, αλλά η
δύναμή του και η εξουσία του – συνειδητή ή ασυνείδητη, επιδιωκόμενη ή όχι –
είναι κιόλας έκδηλες στην εξωτερική μας πολιτική και αντικατοπτρίζονται σ’ αυτό
που συνέβη στην Ελλάδα». Και ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, μετά από μακρά συζήτηση με τον
Ανδρέα Παπανδρέου, τον πήρε μαζί του στην συνέντευξη τύπου όπου ανακοίνωσε την
υποψηφιότητά του».
[Πηγή: Γ.Ν.
Γιαννόπουλος – R. Clogg,
«Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου