“Fake News”: Πώς δουλεύει η μηχανή των Ψευδών Ειδήσεων από την επίσημη
πολιτική μέχρι τα κατεστημένα ΜΜΕ
Επιμέλεια: Λεωνίδας Χ. Αποσκίτης*
Η
παρακάτω έρευνα δείχνει τον τρόπο που η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική των
Ηνωμένων Πολιτειών μετατρέπεται σε “λαϊκή απαίτηση” μέσω της προπαγάνδας των
μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνει ότι τα κατεστημένα ΜΜΕ
εμπλέκονται σταθερά στην διαστρέβλωση των γεγονότων και στην αντιστροφή της
πραγματικότητας. Είναι οι ακατονόμαστοι αρχιτέκτονες των “Fake News”:
του τελευταίου όπλου στον χώρο της πληροφορίας.
Ψευδείς Εδήσεις και “Ρωσική Προπαγάνδα”
Στις
24 Νοεμβρίου, ο Craig Timberg από την Washington Post έγραψε ένα κομμάτι
για τα «ευρήματα» μιας νεοεμφανιζόμενης και περίεργων προθέσεων ομάδας που ασχολείται
με τα μέσα ενημέρωσης, της Propornot (Propaganda Or Not), η οποία έβαζε στην
μαύρη λίστα σχεδόν 200 εναλλακτικά ειδησεογραφικά sites επειδή προωθούσαν την «ρωσική προπαγάνδα».
Μετά από την έντονη αρνητική αντίδραση πολλών δημοσιογράφων, η Washington Post
δημοσίευσε μια διόρθωση, δηλώνοντας ότι η εφημερίδα δεν υιοθετούσε τις
διαπιστώσεις του Propornot. Μια εβδομάδα αργότερα και παρά τις διορθώσεις, ο
Timberg έδωσε συνέχεια στο άρθρο του περί «ρωσικής προπαγάνδας» με το «Οι
προσπάθειες για την αντιμετώπιση της ξένης προπαγάνδας προωθούνται στο
Κογκρέσο», όπου δηλώνει:
“Διαπραγματευτές του Κογκρέσου την
Τετάρτη (30 Νοεμβρίου) ενέκριναν μια πρωτοβουλία για τον εντοπισμό και την
αντιμετώπιση της ξένης προπαγάνδας, εν μέσω των αυξανόμενων ανησυχιών ότι οι
προσπάθειες της Ρωσίας για διάδοση «ψευδών ειδήσεων» και παραπληροφόρηση
απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Επιπλέον, το άρθρο έγραφε:«Η πρωτοβουλία
ξεπήδησε από ένα νομοσχέδιο που συνέταξε τον Μάρτιο ο γερουσιαστής Robert
Portman (Ρεπουμπλικάνος από το Οχάϊο) και ο γερουσιαστής Chris Murphy
(Δημοκρατικός από το Κοννέκτικατ) που έχει τον τίτλο “Νομοσχέδιο για την
Καταπολέμηση της Ξένης Προπαγάνδας και της Παραπληροφόρησης” (CDPA) για να
βοηθηθούν οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και οι ΜΚΟ σε ευρωπαϊκά κράτη όπως η
Ουκρανία, η Μολδαβία και η Σερβία, οι οποίες αντιμετωπίζουν βαρύ “κύμα” ρωσικής
προπαγάνδας”.
Η
πληροφορία αυτή είναι παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, η πρωτοβουλία δεν «ξεπήδησε» από το
νομοσχέδιο που συντάχθηκε τον Μάρτιο, αντιθέτως, η πρωτοβουλία και το
νομοσχέδιο είναι ένα και
το αυτό. Τροποποιήθηκε ελαφρώς τον Ιούλιο προκειμένου να
εξαλειφθεί μια μικρή παράγραφος για την Ουκρανία, η οποία ήταν πρώτη-πρώτη ως
παράδειγμα της κατάστασης που θα αντιμετώπιζε το νομοσχέδιο. Το άρθρο βασίζεται
επίσης σε πληροφορίες που ο ίδιος ο συντάκτης του κρίνει ως επισφαλείς. Μετά
την νέα εκδοχή του νομοσχεδίου (του Ιουλίου 2016), δεν υπήρξαν περαιτέρω
τροποποιήσεις.
Αλλά μέχρι τον Ιούλιο, τόσο οι
«ψευδείς ειδήσεις» όσο και η «ρωσική προπαγάνδα» είχαν μόλις αρχίσει να
εμφανίζονται στα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης ως θέμα του συρμού (καθώς και οι
ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια). Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι θα ήταν
θετική η αντίδραση στις “κυρώσεις” Ομπάμα κατά της Ρωσίας -ή στην ανάγκη
ελέγχου του Facebook- αν παρουσιαζόντουσαν στην κοινή γνώμη τον Ιούλιο ή ακόμη
και τον Σεπτέμβριο. Αλλά για τον γερουσιαστή Rob Portman,
ο επείγων χαρακτήρας του προβλήματος ήταν αρκετά σαφής όταν εισήχθη για πρώτη
φορά ο νόμος, τον Μάρτιο, όπως ο ίδιος δήλωσε σε μια ομιλία του στο Ατλαντικό
Συμβούλιο (Atlantic Council) της Ουάσιγκτων:
“Διαρθρωτικές αδυναμίες μάς εμποδίζουν
να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την ξένη παραπληροφόρηση και προπαγάνδα και
θα συνεχίσουν να εμποδίζουν τις μελλοντικές κυβερνήσεις, τόσο των Ρεπουμπλικάνων
όσο και Δημοκρατικών, αν δεν αντιμετωπισθούν...
Οι πιο εξελιγμένες στρατηγικές
εμπλοκής των μέσων ενημέρωσης παγκοσμίως δεν πρόκειται να λειτουργήσουν, αν ο
αντίπαλος μπλοκάρει τα συστήματα επικοινωνιών, λογοκρίνει τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, ή επιχειρήσει μια συνολική στρατηγική χειραγώγησης του λαού
σχεδιασμένη έτσι ώστε να διαμορφώνει αντιλήψεις στην βάση της κοινής
γνώμης...”.
Τα μέσα ενημέρωσης που ορίζουν την
ατζέντα, με την Washington Post να
καθοδηγεί την προσπάθεια αυτή τη φορά, απλώς προετοιμαζόντουσαν να ξεκινήσουν
την εκστρατεία προπαγάνδας, η οποία στην συνέχεια απέκτησε ορμή με τις
προεδρικές εκλογές. Ουσιαστικά επανέλαβαν την άποψη του Portman περί ξένης
προπαγάνδας, προσθέτοντας τα ήδη αναφερθέντα παραδείγματα, στηριζόμενα σε μια
"συναίνεση" των μυστικών υπηρεσιών.
Αυτή είναι η συνήθης μεθοδολογία όταν
υιοθετείς αρνητικές πολιτικές ή εμπλέκεσαι σε στρατιωτική επίθεση, ονομάζοντάς
τα με αβρότητα “εθνικά μέτρα ασφαλείας”: το πολιτικό κατεστημένο αποφασίζει την
πολιτική, το αν θα χρειαστεί λαϊκή υποστήριξη ή το εν λόγω θέμα είναι
αμφιλεγόμενο, λίγους μήνες πριν από την παρουσίαση δημοσίως μιας
προπαγανδιστικής εκστρατείας που θα πείσει το κοινό για το επείγον του
πράγματος και την νομιμότητα του νόμου, σχετικά με τις κυρώσεις ή τα στρατιωτικά
μέτρα που έχουν ληφθεί.
Είδαμε αυτό το μοτίβο να
επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά κατά την τελευταία δεκαπενταετία με το Ιράκ, τη
Λιβύη ή τη Συρία, αλλά μάλλον είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια προπαγάνδα. Επικαλούντο «αλλαγή
καθεστώτος» κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για να αντιμετώπισουν την
κομμουνιστική «απειλή», και πολλές εναλλακτικές φωνές λογοκρίθηκαν ανοιχτά ως
«αντι-αμερικανικές». Τώρα είναι οι «ψευδείς ειδήσεις».
Για να είμαστε σαφείς, ο ίδιος ο Νόμος για την
Καταπολέμηση της Παραπληροφόρησης και της Προπαγάνδας (CDPA), που εγκρίθηκε
στις 8 Δεκεμβρίου 2016, θα μπορούσε να περάσει χωρίς πολύ θόρυβο, αφού
περιελήφθη στον Νόμο περί Εξουσιοδότησης της Εθνικής Άμυνας για το 2017 (National Defense
Authorization Act),
και πέρασε ήσυχα βράδυ και εν μέσω διακοπών. Η εκστρατεία προπαγάνδας που
συζητείται σε αυτό το άρθρο στόχευε κυρίως στο να πείσει το κοινό ότι μια
επικίνδυνη εχθρική χώρα ανακατεύεται στην δημοκρατία των ΗΠΑ με κακόβουλα και
συγκεκαλυμμένα μέσα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να αποσπάσουν την
προσοχή από το περιεχόμενο των διαρροών κατά την διάρκεια της προεκλογικής
εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον, όπου ήρθαν στο φως ενοχλητικές αποκαλύψεις για
τις σχέσεις της εκστρατείας της με δημοσιογράφους.
Τέλος, ήταν ζωτικής σημασίας
για την δικαιολόγηση περαιτέρω μέτρων που έλαβε ο Ομπάμα, όπως η απέλαση των 35
Ρώσων διπλωματών.
Η απερχόμενη κυβέρνηση δηλώνει ξεκάθαρα ότι η Ρωσία, και ιδιαίτερα ο Πούτιν,
είναι εχθροί των ΗΠΑ και ο νεοεκλεγμένος Πρόεδρος πρέπει να εξακολουθήσει στην
ίδια γραμμή, αλλιώς μπορεί να αποκαλεσθεί “αντι-Αμερικανός” προδότης.
“Οι φιλοφρονήσεις του Ντόναλντ Τραμπ
με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, μπορεί να θεωρηθούν ότι αγγίζουν τα όρια της
προδοσίας... Με το να υπονομεύει την περαιτέρω έρευνα ή τις κυρώσεις εναντίον
της ρωσικής παρέμβασης στις εκλογές του 2016, ο Τραμπ, ως πρόεδρος, ουσιαστικά
βοηθά και επιτρέπει την ρωσική παρέμβαση στην αμερικανική δημοκρατία”, δήλωσε ο
Δημοκρατικός Robert Kuttner. Με άλλα λόγια, η προπαγανδιστική εκστρατεία
εξυπηρέτησε τόσο το να περάσει το CDPA χωρίς αντιδράσεις από την αντιπολίτευση,
θεσπίζοντας έναν ρυθμιστικού φορέα πληροφοριών με στόχο την ανάγκη «διαμόρφωσης
των αντιλήψεων της κοινής γνώμης», όπως επεσήμανε στους συναδέλφους του της
ελίτ ο Portman στο Ατλαντικό Συμβούλιο τον περασμένο Μάρτιο, όσο και να
νομιμοποιήσει τις σκληρές «κυρώσεις» του Ομπάμα και τον διασυρμό της ρωσικής
κυβέρνησης. Το φιάσκο των «ψευδών ειδήσεων» του Propornot χρησίμευσε στο να
πετάξει δεκάδες εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης στο εχθρικό στρατόπεδο και να
δημιουργήσει δυσπιστία για τους ίδιους, αλλά και για την απερισκεψία των
κοινωνικών μέσων ενημέρωσης για την αντιμετώπιση του ζητήματος από μεριάς τους.
Το φιάσκο της Ουάσιγκτων
Ποστ
Είναι βασικό να σημειωθεί ότι οι
έγκυρες φωνές κατά του CDPA, ή ενάντια στην δυσφήμιση του Πούτιν, απουσίασαν
εντελώς από τα mainstream μέσα ενημέρωσης, τα οποία προέβαλαν το υποτιθέμενο hacking, τις «ψευδείς ειδήσεις» και
την ρωσική προπαγάνδα ως πραγματική και κακόβουλη προσπάθεια της Ρωσίας να
βάλει ένα “ανδρείκελο” στο Λευκό Οίκο και να χειραγωγήσει την αμερικανική
δημοκρατία. Οι άλλες φωνές που ακούστηκαν δεν περιελήφθησαν στην «πολυφωνία»
των κατεστημένων μέσων ενημέρωσης παγκοσμίως. Για παράδειγμα, ο Craig Murray,
Βρετανός πρώην πρέσβης στην Ρωσία, ο οποίος δήλωσε ότι τα υποτιθέμενα χακαρίσματα
ήταν στην πραγματικότητα διαρροές που κυκλοφόρησαν από ένα στέλεχος των
Δημοκρατικών μετά το μποϊκοτάζ κατά του Bernie Sanders. Ο Craig Murray, ως
μέλος του WikiLeaks και άμεσα εμπλεκόμενος στη λήψη των πληροφοριών, νομίζουμε
ότι κάτι θα είχε να πει που θα ενδιέφερε τους αναγνώστες της Washington Post.
Το να επιτρέπεται να ακούγονται οι αντίθετες φωνές είναι θεμελιώδες στοιχείο
της δημοσιογραφίας.
Υπάρχει κι ένα δεύτερο φιάσκο «ψευδών
ειδήσεων» για την Washington Post, η
οποία ισχυρίστηκε χωρίς αποδείξεις ότι οι Ρώσοι χάκαραν και χειραγώγησαν το
ηλεκτρικό δίκτυο των ΗΠΑ και, στη συνέχεια, απέσυρε την είδηση την επόμενη
ημέρα. Φυσικά, η ζημιά είχε ήδη γίνει και το «λαβράκι» έγινε viral. Από πλευράς προπαγάνδας, η
αποστολή εξετελέσθη. Και πάλι, δεν είναι κάτι καινούριο, αν θυμηθούμε τους
πυροβολισμούς στο San Bernardino, τον Δεκέμβριο του 2015, όταν η εφημερίδα New York Times έγραψε για «δεσμούς με
την τρομοκρατία» των δραστών, χωρίς απτές αποδείξεις, για να αναγνωρίσουν
αργότερα ότι “είναι απαραίτητη μια συστημική αλλαγή μετά το λανθασμένο άρθρο
των Times”. Και πάλι, η είδηση είχε γίνει viral:
οι ΗΠΑ «υπό τρομοκρατική επίθεση», ή «το ISIS δεν περιορίζεται στη Μέση
Ανατολή, μπορεί να σας σκοτώσει σε οποιαδήποτε αμερικανική γειτονιά».
Παράδειγμα: αυτό είναι ένα tweet για
τις “ψευδείς ειδήσεις” της WashingtonPost
που αναπαράχθηκε χιλιάδες φορές, που γράφτηκε από τον Brent
Staples, αρθρογράφο των New York Times
(το οποίο αναφέρεται από τον Glenn Greenwald, στον παρακάτω σύνδεσμο).
Ο Glenn Greenwald έκανε μια εξαιρετική
αναφορά στην WP και τις ψευδείς ειδήσεις σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο The Intercept:
Το αν μπορεί να γίνει διαχωρισμός
αυτών των ψεύτικων ιστοριών της Post
από αυτές που συνήθως ονομάζονται «Ψευδείς Ειδήσεις» αποτελεί σημασιολογική
διαφορά, δεδομένου ότι το τι σημαίνει «Ψευδείς Ειδήσεις» δεν έχει οριστεί
επαρκώς. Όσοι πρεσβεύουν ότι οι “Ψευδείς Ειδήσεις” είναι μια διακριτή
κατηγορία, δίνουν συνήθως έμφαση στην πρόθεση, που τις διαφοροποιεί από την
κακή δημοσιογραφία. Είναι πραγματικά ένας τρόπος καθορισμού των “Ψευδών
Ειδήσεων”, έτσι ώστε να είναι εξ ορισμού αδύνατον για μεγάλα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, όπως η Post, να κατηγορηθούν γι' αυτές
(έτσι όπως ορίζεται και η τρομοκρατία ώστε να μην μπορούν σε καμμία περίπτωση
να κατηγορηθούν ότι την ασκούν η κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της).
Πώς το Facebook άλλαξε το Παιχνίδι για τις Πηγές των Ειδήσεων
Ειδικά το Facebook αποτελεί άλλη μια
“σκοτούρα” στο παιχνίδι των «ψευδών ειδήσεων» και της προπαγάνδας, όπως είναι
πλέον «... η ισχυρότερη δύναμη στην βιομηχανία κλάδο των ειδήσεων», σύμφωνα με
ένα ρεπορτάζ του Farhad Manjoo στους New
York Times, τον περασμένο Ιούνιο. Ένα άλλο άρθρο των Times, στις 24 Αυγούστου, με τον τίτλο “Inside Facebook's (Totally Insane
Unintentionally Gigantic,
Hyperpartisan) Political-Media Machine”
[Μέσα στην (Εντελώς Παράφρονα, Ακούσια Γιγαντιαία, Υπερεπαναστατική)
Πολιτικο-Μιντιακή Μηχανή του Facebook],
ήταν ίσως ένα από τα πρώτα που επισήμανε τους πιθανούς κινδύνους από τον ρόλο
του Facebook ως ειδησεογραφικού διαδικτυακού τόπου:
Ο έλεγχος (του Facebook) από τα
διαδικτυακά μέσα μαζικής ενημέρωσης φαίνεται σαν ένα πραξικόπημα σε αργή
κίνηση. Πριν από τα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι δημιουργοί ιστολογίων
μπορούσαν να προσελκύσουν ακροατήριο με δύο τρόπους: είτε μέσω ενός ειδικού
αναγνωστικού κοινού που επισκεπτόταν την ιστοσελίδα τους ή μέσω των μηχανών
αναζήτησης. Από το 2009, αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει. Το Facebook είχε πλέον
περισσότερους από 300 εκατομμύρια χρήστες ... Μέχρι τα τέλη του 2012, όταν το
Facebook πέρασε το 1 δισεκατομμύριο χρηστών, πληροφορίες που κυκλοφορούσαν στο
κοινωνικό δίκτυο έστελναν επισκέπτες στις ανάλογες ιστοσελίδες σε ποσοστά που
μπορούσαν να συγκριθούν με αυτές του Google ...
Με άλλα λόγια, η προσοχή του κοινού
μετατοπιζόταν από τα mainstream μέσα ενημέρωσης και τις παραδοσιακές πηγές
ειδήσεων σε ανεξάρτητες ιστοσελίδες και blogs,πράγμα που ισοδυναμούσε με
«πραξικόπημα», γιατί η δημοτικότητα του Facebook χρησιμοποιείτο αθέμιτα από
τυχάρπαστες “πηγές ειδήσεων”, που ήθελαν να αποκτήσουν κοινό άμεσα και μαζικά.
Αυτό σήμαινε προφανώς απώλεια διαφημιστικών εσόδων.Από πλευράς εσόδων, όλα
σχετίζονται με το πού στρέφεται η προσοχή των μαζών, αλλά και από το ποιον
ακούν, από πλευράς προπαγάνδας.
Ορισμένες πολιτικές συζητήσεις
διαδίδονται παραδοσιακά από τα κατεστημένα ΜΜΕ, λόγω του εταιρικού τους
χαρακτήρα και των κοινών συμφερόντων τους, και το Facebook άνοιξε την πόρτα
στις ανεξάρτητες και εναλλακτικές πηγές ειδήσεων που παρουσιάζουν τις ειδήσεις
με διαφορετικό τρόπο. Αυτά τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης δεν ήταν καινούργια,
αλλά το Facebook τα έκανε πιο προσιτά σε έναν πληθυσμό που γίνεται όλο και πιο
δύσπιστος απέναντι στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Φυσικά, υπάρχουν και τα φιλελεύθερα
μέσα ενημέρωσης, όπως ο Guardian,
όπου η Olivia Solon αποκαλύπτει μία από τις
πιθανές λύσεις σε ένα άρθρο της, στις 10 Νοεμβρίου, με τον εύγλωττο τίτλο:
"Αποτυχία του Facebook: οι «ψευδείς ειδήσεις» και η πολιτική πόλωση
εξέλεξαν τον Τραμπ;":
"... Το Facebook θα μπορούσε να
εισάγει έναν μηχανισμό που θα επέτρεπε σε οργανισμούς ελέγχου να αναφέρουν τις
ψευδείς ειδήσεις στο Facebook, ώστε να μην ανακυκλώνονται συνεχώς”. “Φυσικά,
πολλοί θα διαμαρτύροντο για λογοκρισία, οπότε ίσως το Facebook να επέλεγε να
αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζει ορισμένες ιστορίες”, δήλωσε η Claire
Wardle, διευθύντρια έρευνας στο Tow
Center for
Digital Journalism.
Κατανόηση της Συριακής σύγκρουσης μέσω των Κοινωνικών Μέσων
Ενημέρωσης
Η συριακή σύγκρουση αποτυπώνει αυτό το
«πραξικόπημα» με αρκετή σαφήνεια: η αφήγηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης είχε
να ανταγωνιστεί μια πολύ διαφορετική προοπτική, που έφθανε online από ανεξάρτητους
ερευνητές και διαδίδετο μέσω των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης, φθάνοντας σε
εκατομμύρια χρήστες, οι οποίοι στην συνέχεια άρχιζαν να προβληματίζονται και να
απαιτούν την ίδια ποιότητα της κάλυψης από τα “ενσωματωμένα” μίντια, που βασικά
επαναλάμβαναν όσα ανακοίνωναν τα χρηματοδοτούμενα από την USAID “Λευκά Κράνη”
(μια ομάδα “πολιτικής άμυνας”, που δραστηριοποιείται μόνο σε “ζώνες κατεχόμενες
από αντάρτες και ισλαμιστές”, χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων εκεί).
Ας δούμε κάποια σχόλια στο Facebook
σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται ο συριακός εμφύλιος στις σελίδες των
καθεστωτικών μίντια:
Τα ρωσικά «trolls» παίρνουν πολλά «like» αυτό τον καιρό. Οι
σχολιαστές φαίνονται «πολωμένοι», χωρίς αμφιβολία, αλλά μιλάμε για μια
ανθρωπιστική καταστροφή εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.
Πριν το Διαδίκτυο, και πριν από το
Facebook, η πρόσβαση στις άλλες εκδοχές των γεγονότων, και της ίδιας της
ιστορία, προορίζονταν για τους ερευνητές που είχαν πόρους και χρόνο για έρευνα
και, στη συνέχεια, δημοσίευαν δοκίμια, άρθρα ή βιβλία σχετικά με οποιοδήποτε
συγκεκριμένο θέμα, ή για ανεξάρτητους ερευνητές πρόθυμους να δαπανήσουν ώρες ή
μέρες ψάχνοντας εναλλακτικές πηγές πληροφοριών που υπάρχουν στο διαδίκτυο,
αλλά, τις περισσότερες φορές είναι αόρατες.
Ο συνεργάτης του Robert Portman στην
παρουσίαση του CDPA στο Ατλαντικό Συμβούλιο τον περασμένο Μάρτιο, γερουσιαστής
Chris Murphy, δήλωσε ότι η ιδέα πίσω από το νομοσχέδιο ήταν να μην γίνεται
προπαγάδα (ότι αυτό θα ήταν λάθος ...), αλλά μόνο να προσφέρεται στους πολίτες
η «άλλη πλευρά», να είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες ώστε να μπορούν οι ίδιοι να
αποφασίσουν». Σαφής αντιστροφή της
πραγματικότητας, όπου ο άλλος είναι πάντα ο κακός και εμείς απλώς απαντάμε για
να «υπερασπίσουμε» τον εαυτό μας.
Όπως σημείωνε ο Rick Sterling στο Consortium News, την 1η
Ιανουαρίου: “Είτε θέλετε είτε δεν θέλετε να αποδεχτείτε τις περιγραφές (των
εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης) της πραγματικότητας στο Χαλέπι, τουλάχιστον, αυτές
αντανακλούν μια άλλη πλευρά της ιστορίας που δεν σας αποκρύπτουν... Ο στόχος
του Global Engagement Center
να αντιμετωπίζει την «ξένη προπαγάνδα» είναι για να εξασφαλίσει
ότι ποτέ δεν θα μπορέσετε να ακούσετε τις εναλλακτικές απόψεις...”.
Η λύση, όπως την έχει προφητεύσει η
Claire Wardle, θα είναι η «ρύθμιση» (λογοκρισία;) του Facebook -καθώς τα
Snopes, Politifact και Factcheck συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν ό,τι
θεωρούν «ψευδή είδηση»- μετά από πιέσεις πολιτικών και δημοσιογράφων στον Mark
Zuckerberg να αναλάβει δράση για το θέμα. Παρά το γεγονός ότι, αρχίζουν να
έρχονται στην επιφάνεια πιο σκοτεινά μέσα λογοκρισίας, όπως το “ghost-banning”, όπου χρήστες κοινωνικών
μέσων μαζικής ενημέρωσης κοινοποιούν πληροφορίες, οι οποίες μυστηριωδώς δεν
φθάνουν στους υπόλοιπους, όπως παρατήρησε ο Craig Murray όταν δημοσίευσε και
προώθησε ένα άρθρο, το οποίο αντέκρουε την εκδοχή ότι η πηγή των e-mails της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών
(Democratic National
Committee) ήταν η Ρωσία.
Αυτό σχεδιάζεται για το μεγαλύτερο
μέσο κοινωνικής δικτύωσης του διαδικτύου, αλλά το CPDA πηγαίνει πολύ παραπέρα.
Μεταξύ των πολλών λειτουργιών του, θα συντονίζει την ανταλλαγή πληροφοριών, τον
σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεταξύ κυβερνήσεων κρατικών υπηρεσιών που θα
αποκαλύπτουν την ξένη προπαγάνδα, θα αναλύουν τις σχετικές πληροφορίες, και θα
διαδίδουν τις δικές τους αφηγήσεις απέναντι στην προπαγάνδα, θα συντονίζονται
με συμμαχικές χώρες, και θα στηρίζουν τρίτα μέρη και ιδιώτες όπως think-tanks, ΜΚΟ και δημοσιογράφους.
Με λίγα λόγια, ένα Οργουελλιανό Υπουργείο Αλήθειας, ή ίσως
μια νομιμοποίηση της περιβόητης Επιχείρησης Mockingbird της CIA, ανάλογα με το
πώς ακριβώς οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό
τομέα. Τελικά, η ιδέα της Επιχείρησης Mockingbird ήταν να προωθήσει με
συγκεκαλυμμένη μορφή ορισμένα μηνύματα, εντάσσοντας δημοσιογράφους και εκδότες
στην μισθοδοσία της CIA (και μερικές φορές δημιουργώντας ακόμη και δικά του
μέσα ενημέρωσης).
Αυτό θα ισοδυναμούσε με απροκάλυπτη
Επιχείρηση Mockingbird, που θα διεκδικεί το δικαίωμα στην χρήση προπαγάνδας
(αλλά και στην αντιμετώπιση της ξένης) σε μεγάλο βαθμό, με την αιτιολογία ότι ο
«εχθρός» ήδη κάνει το ίδιο, στην περίπτωση αυτή η Ρωσία χρηματοδοτεί ανοιχτά το
Russia Today
και το Sputnik, αλλά -υποτίθεται- ότι χρηματοδοτεί επίσης
εκατοντάδες εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που προωθούν «ψευδείς ειδήσεις» και
χρησιμοποιεί κάθε είδους συγκεκαλυμμένη μέσα, όπως το χακάρισμα, για να
χειραγωγεί τις πληροφορίες.
Λίγα συμπεράσματα σχετικά με ένα βαθιά Διεφθαρμένο Επάγγελμα
Εντελώς διαφορετική απ' ό,τι
παρουσιάζουν το θέμα τα κυρίαρχα ΜΜΕ είναι η αλήθεια. Το αμερικανικό
κατεστημένο διαθέτει τον μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο μηχανισμό προπαγάνδας
στον κόσμο και, πιθανότατα, στην ιστορία. Μια
χούφτα μεγάλων εταιρειών κατέχει τα περισσότερα από τα ενημερωτικά μέσα που
παρακολουθούν ή διαβάζουν καθημερινά οι Αμερικανοί και οι δεσμοί τους με την
επίσημη, κρατική γραμμή και τα εταιρικά συμφέροντα είναι αναμφισβήτητοι και
έχουν ευρέως μελετηθεί (Δείτε το Propaganda
Model Revisited του Edward Herman).
Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η παρουσίαση της κριτικής αυτής έχει
αποκλειστεί αυστηρά από τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης.
Η λογική πίσω από τις «ψευδείς
ειδήσεις» αποδεικνύει ότι τα ψέματα των παραδοσιακών, κατεστημένων μίντια,
είναι καθαρά τυχαίες και μεμονωμένες περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, τα κατεστημένα
μέσα μαζικής ενημέρωσης συμμετέχουν ενεργά στην προώθηση των απόψεων των
πολυεθνικών επί παντός ουσιαστικά που αφορά την ανθρώπινη ζωή, καθώς και στην
άσκηση πίεσης για πολέμους επαναλαμβάνοντας, χωρίς καν να αμφισβητούν τίποτα,
την κρατική εκδοχή, απευθείας από κυβερνητικές πηγές ή ακόμα και από άγνωστους
αξιωματούχους. Όταν οι εκδοχές αυτές καταρρίπτονται ή αμφισβητούνται, κάνουν
πίσω, δήθεν ότι παραπλανήθηκαν, αλλά το προπαγανδιστικό αποτέλεσμα παραμένει.
Οι πολλοί πόλεμοι που καταστρέφουν την
Μέση Ανατολή τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σημαντικές ομοιότητες και μοτίβα
που η δημοσιογραφία των συγκροτημάτων φαίνεται ανίκανη να συλλάβει, όπως η
«αλλαγή καθεστώτος», που πλασσάρονται με την μάσκα της «ανθρωπιστικής
επέμβασης». Η έκθεση της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων σχετικά με τη Λιβύη
το 2011 χρησιμοποιεί ακριβώς αυτές τις λέξεις.
Το αποτέλεσμα αυτής της συνεχιζόμενης εκστρατείας προπαγάνδας είναι η ευρέως διαδεδομένη
θεωρία ότι οι ΗΠΑ δέχονται κυβερνο-επίθεση από τη Ρωσία και πρέπει να
απαντήσουν. Ο Πούτιν είναι έξυπνος και τρομερά επινοητικός ώστε να τοποθετήσει
ένα ανδρείκελο στο Οβάλ Γραφείο, να καταστρέψει την πολιτική καριέρα της
Χίλαρι Κλίντον και την δημοκρατία των ΗΠΑ, όλα αυτά μαζί χωρίς να αφήσει κανένα
ή ελάχιστα ίχνη. Σε όλο τον κόσμο, τα καθεστωτικά μίντια δεν υπενθυμίζουν
απαραίτητα στο κοινό τους ότι η ιστορία περί ρωσικού hacking βασίζεται απλώς σε
καταγγελίες, που αντιμετωπίζονται ως αποδείξεις, δεν υπενθυμίζουν στους
αναγνώστες και τηλεθεατές τους τις πολλές ανακρίβειες και παλινωδίες που
κυκλοφορούν από τα μίντια που “ορίζουν τον τρόπο ενημέρωσης”. Όλα αυτά
αντιμετωπίζονται ως απλές λεπτομέρειες, στην περιφέρεια μιας κεντρικής ιδέας
που δεν επιδέχεται καμμιά συζήτηση: οι
Ρώσοι (ξανα)έρχονται.
Η άλλη ιδέα που προωθείται στον
συλλογικό νου είναι ότι οι εναλλακτικές πηγές ειδήσεων δεν είναι αξιόπιστες,
ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα, εκτός αν το γράφουν τα
έγκυρα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τέλος, η εφημερίδα Washington Post είχε χρησιμοποιηθεί για
την δημοσίευση από τον ανώνυμο Propornot μιας σαφώς δυσφημιστικής και κατάφωρα ψευδούς κατηγορίας για μια σειρά
ανεξάρτητων πηγών ειδήσεων. Μάλιστα, ορισμένα από αυτά τα ανεξάρτητα μέσα
ενημέρωσης είχαν καλή φήμη. Η Post χρησιμοποιήθηκε επίσης
ως εκπρόσωπος των υπηρεσιών πληροφοριών, χωρίς να αμφισβητεί ή να
προβληματίζεται για τις πηγές τους, προωθώντας με την δική της “εγκυρότητα”
ειδήσεις που εκατοντάδες άλλες πηγές θα τις επαναλάβουν αργότερα ως “απολύτως
αληθείς”.
[Πηγή: του Daniel
Espinosa Winder, Global Research, 06/01/2017, http://www.globalresearch.ca/the-fake-news-saga-from-official-policy-to-mainstream-american-discourse-propaganda-in-the-making/5566878. Ο Daniel Espinosa Winder ζει στη Λίμα του Περού.
Σπούδασε Επιστήμες Επικοινωνίας και άρχισε την έρευνα για τα καθεστωτικά μέσα
μαζικής ενημέρωσης και πιο συγκεκριμένα, την προπαγάνδα. Τα γραπτά του είναι
μια κριτική του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης στις κοινωνίες μας.]
*Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.115, Φεβρουάριος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου