Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Μνημονεύοντας Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...

Μνημονεύοντας Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*
[Δεκαπενταύγουστος του 2016 και, καθώς η γενικευμένη ανομία των κρατούντων πυκνώνει τον καθημερινό ζόφο, γίνεται όλο και πιο επιστητό ότι μόνο με τραγικό λόγο μπορεί να ερμηνευθεί η σημερινή πραγματικότητα. Από την δεκαετία του ’90, όταν ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, στην στρατηγική του μελέτη «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», περιέγραφε την Ελλάδα ως μια «ανωμαλία» στον δυτικό πολιτισμό αποκαλώντας την «ο Ορθόδοξος παρείσακτος», διαγραφόταν ο βρόχος που μας έστηναν προκειμένου να «προσαρμοστούμε» στα «ήθη» της δυτικής κλεπτοκρατίας και τις επιταγές της νέας παγκόσμιας τάξης. Σήμερα, μετά από μια άφρονα ευρω-πορεία και... μία αλλόφρονα κοινωνική «αφύπνιση», το μέγιστο πολιτικό καθήκον του Έλληνα, της επιβίωσής του ως ιδιότυπος και αρχέγονος πολιτισμός, ταυτίζεται με την υπεράσπιση της πεμπτουσίας της Ζωής του. Μέσα στο στρατηγικό περιβάλλον της τρέχουσας περιφερειακής και παγκόσμιας αναδόμησης, είναι επιτακτικό ξανά να βρούμε την ψυχή μας μνημονεύοντας, όπως μας συμβουλεύει ο Οδυσσέας Ελύτης, Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...].
Ένα μεγάλο δίδαγμα του 20ου αιώνα είναι πως τα ιδεολογικά μορφώματα έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι θρησκείες παραμένουν ακλόνητες.
Ο Κάρολος Μαρξ, μιλώντας για την θρησκεία χωρίς καμμιά απαξιωτική πρόθεση, σε αντίθεση με τους περισσότερους «μαρξιστές» στη συνέχεια, έλεγε τα παρακάτω: «Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». (Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδ. Παπαζήση, 1978).
Ο εμπνευστής του κομμουνισμού θεωρούσε πρέπον ότι αυτή η «απατηλή ευτυχία» πρέπει να αντικατασταθεί από μια ορθολογικά δομημένη ρεαλιστική ευτυχία, εκφράζοντας έτσι το πνεύμα του διαφωτισμού της εποχής του.
Κι όμως, διαψεύσθηκε με την επανεμφάνιση της θρησκείας στην καρδιά της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας.
Μετά την Γαλλική Επανάσταση, οι νεωτερικοί άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορεί να εκδιώξουν την θρησκεία από την δημόσια σφαίρα, αλλά αυτή είχε την τελευταία λέξη. Οι Ροβεσπιέροι και οι Κομισσάριοι που την προόριζαν για το μουσείο της ιστορίας εκτίθενται σήμερα οι ίδιοι ως κέρινα ομοιώματα στις αίθουσές του.
Η Γαλλία δεν έπαψε ποτέ να παραμένει πολιτισμικά καθολική, όπως η Ρωσσία του Λένιν έμεινε ορθόδοξη και η Τουρκία του Ατατούρκ επιστρέφει ραγδαία στην μουσουλμανική της ταυτότητα.
Ο Στάλιν το κατάλαβε καλά αυτό τον 20ο αιώνα, όταν, μετά την αρχική υποχώρηση των σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, απευθύνθηκε στο ορθόδοξο αίσθημα των Ρώσσων για να ανεβάσει το φρόνημα των μαχητών και του λαού, ως άλλος Ιβάν ο Τρομερός.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ήταν ο Ούγκο Τσάβες που σφράγισε την ολοκλήρωση ενός ασταθούς κύκλου επαναστατικών κινημάτων στην ήπειρό του. Γνήσιο τέκνο της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» και των διδαχών του Καμίλιο Τόρες, ο Τσάβεζ αναβάθμισε την μπολιβαριανή παράδοση και την εθνοδημοκρατική εικόνα της Λατινικής Αμερικής διεθνώς. Δίπλα του στάθηκαν και πολέμησαν πολύ πιο αποτελεσματικά τον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό» χθεσινοί μαοϊκοί, λενινιστές και οπαδοί του Τσε Γκεβάρα, κάνοντας πράξη αυτό που έλεγε ο Μάο, ότι ο επαναστάτης μέσα στον λαό του πρέπει να κινείται «σαν το ψάρι στο νερό».
Ιδιαίτερα στον ισλαμικό κόσμο, από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, το πολιτικό Ισλάμ εκτόπισε τα κοσμικά εθνικοαπελευθερωτικά και μπααθικά κινήματα, καθώς και την μαρξιστική ιδεολογία, από τους κόλπους των αραβικών και μουσουλμανικών κοινωνιών.
Η συνένωση αυτών των τριών πόλων –του εθνικού, του κοινωνικού και του θρησκευτικού- είχε επιχειρηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από Μουσουλμάνους πολιτικούς ηγέτες. Όμως, η σύντηξη δεν ήταν εφικτή γιατί επρόκειτο για μια τεχνητή συρραφή που ξέφτιζε εύκολα, ακόμα κι όταν ο όρος «κομμουνισμός» αντικαθίστατο από τον «σοσιαλισμό» προκειμένου να ξεπεραστεί η αντίφαση με το Ισλάμ. Πουθενά στον μουσουλμανικό κόσμο ο εθνικισμός δεν κατάφερε να αφομοιώσει την θρησκεία με τον τρόπο που τελικά το Ισλάμ αφομοίωσε τον εθνικισμό. Για όλα αυτά, και την μεγάλη περιπέτεια του αραβικού κόσμου τον 20οαιώνα, διαπραγματεύεται με γλαφυρό τρόπο το βιβλίο του Λιβανέζου συγγραφέα Αμίν Μααλούφ, «Η Απορρύθμιση του Κόσμου» (Εκδ. Ωκεανίδα, 2010).
Για χρόνια πιστεύαμε ότι ο κομμουνισμός έχει καθιερωθεί στην Ρωσσία σε βάρος της ορθόδοξης πίστης, κι όμως, προτού συμπληρωθούν καλά-καλά 70 χρόνια, η κομμουνιστική ιδεολογία «είχε ήδη αποβληθεί σαν μόσχευμα που ξεράθηκε» (Μααλούφ) και η ορθόδοξη πίστη ξανάνθισε.
Μιλάγαμε, πριν την δεκαετία του ’90, με φίλους από ανατολικές χώρες για τις θρησκευτικές παραδόσεις και αντιμετωπίζαμε μια αλαζονική απαξίωση του στυλ «αυτά έχουν ξεπεραστεί»… Κι όμως, οι ίδιοι που πίστευαν ότι αντιπροσώπευαν τον «νέο άνθρωπο» του σοσιαλισμού, σφάζονταν μετά από λίγο μεταξύ τους για θρησκευτικούς λόγους.
Το γεγονός αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι, ερμηνεύεται από το ότι οι θρησκευτικές καταβολές είναι πιο ανθεκτικές από τις επίκτητες ιδεολογικές πεποιθήσεις γιατί προσφέρουν στους ανθρώπους μια σταθερή και μόνιμη συνέχεια με το παρελθόν τους και την ταυτότητά τους.
Τον Ιούνιο, στην Μόσχα, γιορτάσθηκε πανηγυρικά η 1025η επέτειος του εκχριστιανισμού των Ρώσσων. Ο Ρώσσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, απευθυνόμενος στον ανώτερο ορθόδοξο κλήρο από ολόκληρο τον κόσμο, εκθείασε τους στενούς δεσμούς μεταξύ του Κρεμλίνου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Πούτιν είναι ο πρώτος Ρώσσος ηγέτης που υποδέχτηκε τόσες πολλές κεφαλές των Ορθόδοξων Εκκλησιών, οι οποίοι εκπροσωπούν πάνω από 227 εκατομμύρια πιστούς, σε μια καθαρά πολιτική κίνηση.
Ο ίδιος είχε διακηρύξει νωρίτερα ότι οι δύο πόλοι που στηρίζεται η δύναμη και η εθνική κυριαρχία της Ρωσσίας είναι οι πυρηνικές της κεφαλές και η ορθόδοξή της παράδοση.
Σε ένα ανάλογο κρεσέντο, ο Ερντογάν είχε πει πριν από χρόνια ότι οι λόγχες της σημερινής Τουρκίας είναι οι χιλιάδες μιναρέδες των τζαμιών της.
Η επιστροφή του Θεού και η αναβίωση του ρόλου των θρησκειών είναι, λοιπόν, intra muros, ακόμα και με το ενδεχόμενο της νεοεποχίτικης «πανθρησκείας», στην προσπάθεια των λαών να αντισταθούν σε ένα διεφθαρμένο παγκόσμιο οικονομικο-πολιτικό σύστημα που τους φθείρει ώς τα βάθη της ψυχής.
Οι κυρίαρχες προτεσταντικές χώρες και ιδίως οι WASP Αγγλοσάξονες των ΗΠΑ είναι αυτοί που μετέτρεψαν το χρήμα σε θεότητα και την απληστία σε ιδεολογία, ξεπερνώντας τους εβραίους συμμάχους τους και γεννήτορές τους.
Πιάνοντας τον σφυγμό της εποχής, ο νέος Πάπας Φραγκίσκος «αφόρισε» το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, λέγοντας: «Οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να είναι στο κέντρο του οικονομικού συστήματος, όπως το θέλει ο Θεός, και όχι το χρήμα», και πρόσθεσε, «Ο κόσμος έχει γίνει ειδωλολάτρης και ο θεός του αποκαλείται χρήμα».
Προφανώς, το Βατικανό έχει καλύτερα αντανακλαστικά από την ξέψυχη ευρωαριστερά, γι’ αυτό ο Πάπας επευφημήθηκε έντονα όταν αναφέρθηκε στα δικαιώματα των εργατών και στον προσωπικό όλεθρο που φέρνει η ανεργία.
Ας τα έχουν όλα αυτά υπ’ όψιν τους οι υπεύθυνοι θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, αν συσκέπτονται για τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, ώστε να μην παίξουν άθελά τους το παιχνίδι των εμφυλιοπολεμικών σεναρίων.
Για να γίνει κάποιος δεκτός ως Ναΐτης, έλεγαν στον Μεσαίωνα οι εχθροί του Τάγματος, ο μυούμενος έπρεπε να φτύσει έναν σταυρό! Ελπίζουμε να μην έχει θέσει παρόμοιο όρο και η Τρόϊκα για να γίνει κάποιος πρωθυπουργός στο Ελλαδιστάν.

[Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Hellenic Nexus, τ.78, Οκτώβριος 2013]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου