Η Σύγκρουση στην Μαύρη Θάλασσα
Η είσοδος στον παραθαλάσσιο χώρο ψυχαγωγίας του ιστορικού ελληνικού χωριού Βίτιαζεβο, όπου η ελληνική παρουσία χρονολογείται από το 1850. |
Ο Εύξεινος Πόντος, η Κριμαία και ο Ελληνισμός
Γαβριήλ Ποπώφ, 29 Μαρτίου 1991
– 1ο Συνέδριο των Ελλήνων της ΕΣΣΔ
Του
Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Η Μαύρη Θάλασσα είναι σήμερα ένα πεδίο συγκρούσεων, όχι ήσσονος έντασης από ό,τι είναι η Μέση Ανατολή και η Νότια και Ανατολική Θάλασσα της Κίνας. Εδώ είναι το σημείο όπου η Ευρώπη συναντά την Εγγύς Ανατολή και το πρώτο γεωγραφικό σύνορο όπου παίρνει σάρκα και οστά ο ορισμός της Ευρασίας. Εδώ συναντιόνταν παραδοσιακά όλα τα συστήματα σύγκρουσης της Ρωσικής, της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.
Μετά
την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα μετά το 2014, η Μαύρη Θάλασσα
έχει γίνει το αγγλοσαξονικό πεδίο μάχης – στα πλαίσια του νέου Ψυχρού Πολέμου –
στην επιχείρηση να προσβληθεί ο ρωσικός πολιτισμικός άξονας.
Από
τον Φεβρουάριο είδαμε την σύγκρουση να κορυφώνεται μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας
με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για μια αναμέτρηση που πολύ εύκολα θα μπορούσε να
γίνει πυρηνική.
Αλλά
η Μαύρη Θάλασσα έχει και άλλη μια ιδιότητα. Φιλοξενεί για χιλιετίες τον
Ελληνισμό, η παρουσία του οποίου, ειδικά στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο και στην
Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία), ανάγεται στα μυθικά χρόνια και συνδέεται με τα
ονόματα του Φρίξου, του Ηρακλή, των Αργοναυτών και άλλων μυθικών ηρώων.
Σε αυτήν την πανάρχαια ελληνική παρουσία στηρίχθηκε η ανάπτυξη και η εξέλιξη των ελληνικών πόλεων στην διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιστορία μάς λέει ότι:
«Πέρα
από τις πρώτες ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων στον βορειοανατολικό
Εύξεινο Πόντο, ο Καύκασος, η Γεωργία, η νότια και μεσημβρινή Ρωσία, αλλά και οι
Παραδουνάβιες περιοχές, γίνανε σ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
το καταφύγιο των υπόδουλων Ελλήνων» (Βιβλιοθήκη Αλησμόνητων πατρίδων του
Ελληνισμού – Κώστα Φωτιάδη: Οι Έλληνες του Ευξείνου και του Καυκάσου, τ.8ος,
σ.19).
Ο
νέος ελληνικός αποικισμός στον Εύξεινο Πόντο ξεκίνησε σποραδικά από Έλληνες του
νησιωτικού χώρου από τον 15ο αιώνα, μετά την Άλωση της Πόλης, για να
συνεχιστεί με ομαδικές μετοικεσίες από τα νησιά του Αρχιπελάγους και την
ηπειρωτική Ελλάδα μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 επί Μεγάλης
Αικατερίνης. Οι διαδοχικές μετοικεσίες, που κράτησαν ώς τις αρχές του 20ου
αιώνα, είχαν σαν αποτέλεσμα την γιγάντωση του Ελληνισμού της Ρωσίας, της
οικονομικής επιρροής του και της πολιτιστικής προσφοράς του.
Όλα
αυτά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, «ένα μεγάλο ρεύμα της ελληνικής διανόησης και
της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου» κατέφυγε στην ομόδοξη Ρωσία, την οποία
υπηρέτησαν ως νέα πατρίδα τους και πάρα πολλοί εκρωσίστηκαν σταδιακά. Όπως
σημειώνει ο καθηγητής Κώστας Φωτιάδης: «Έχει απόλυτο δίκαιο ο Γαβριήλ Ποπώφ, ο
ελληνικής καταγωγής πρώτος δήμαρχος της Μόσχας μετά την ‘’Περεστρόϊκα’’, όταν
τονίζει ότι στις φλέβες κάθε τρίτου Ρώσου κυλάει ελληνικό αίμα» (Βιβλιοθήκη
Αλησμόνητων πατρίδων του Ελληνισμού – Κώστα Φωτιάδη: Οι Έλληνες του Ευξείνου
και του Καυκάσου, τ.8ος, σ.20).
Οι ελληνορωσικές σχέσεις
Όλα
συνηγορούν, τόσο το παρελθόν, όσο και η γεωπολιτική πραγματικότητα, ότι η
ιστορία του Ελληνισμού της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της
Ρωσικής Ομοσπονδίας σήμερα είναι αναπόσπαστο τμήμα της γενικής ελληνικής
ιστορίας και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Γι’ αυτό προέχει άμεσα σήμερα
η προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας από τις συνέπειες του
πολέμου.
Υπό
το πρίσμα όλων αυτών και με βάση τις εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα, είχε
μεγάλη σημασία η επίσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό τον υπουργό
Εξωτερικών Νίκο Δένδια, τον Μάϊο του ’21, στη Νότιο Ρωσία, οι συζητήσεις που
έγιναν σε θερμό κλίμα με τον Σεργκέϊ Λαβρώφ στο Σότσι και οι συναντήσεις με την
δραστήρια ελληνική κοινότητα που ζει στην περιοχή. «Ελπίζω ότι θα αισθανθείτε
εδώ σαν στο σπίτι σας», είπε ο Σ. Λαφρώφ, υποδεχόμενος τον Ν. Δένδια και την
ελληνική αποστολή. Σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο Ρώσος υπουργός των Εξωτερικών τόνισε
την ιστορική ιδιαιτερότητα της σχέσης Ελλάδας-Ρωσίας, η οποία αποτυπώνεται
ειδικά στην Μαύρη Θάλασσα και στη Νότιο Ρωσία, όπου «υπάρχουν μνημεία της
ελληνικής αρχαιότητας και της κοινής μας ιστορίας», όπως είπε. Ο Ρώσος υπουργός
εξήγησε ότι ο τόπος και ο χρόνος της συνάντησης επελέγη συμβολικά για να
τονίσει τους «στενούς μας ιστορικούς δεσμούς», διότι στις 24 Μαΐου είναι η Ημέρα
της Σλαβικής Γραφής και του Πολιτισμού, γιορτή που συνδέεται άμεσα με τους
Αγίους Ισαποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο, οι οποίοι δημιούργησαν το σλαβικό
αλφάβητο (κυριλλική γραφή) έχοντας ως αφετηρία τους την βυζαντινή Θεσσαλονίκη.
Μια
συνάντηση που, έστω με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, έδειξε ότι η Ελλάδα δεν
ξεχνά τα παιδιά της και μας θύμισε ότι το ελληνικό έθνος υπερβαίνει τα όρια του
ελλαδκού κράτους. Μπορεί να έχουμε χάσει την ιστορική μας παρουσία στην Μέση
Ανατολή, στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια, αλλά στον Εύξεινο Πόντο και τον
Καύκασο παραμένει δυνατός ο Ελληνισμός. Παρά τους διωγμούς και τις κακουχίες,
αντιστάθηκε και επιβίωσε.
Η
Ανάπα, το Σότσι και το Γκελεντζίκ είναι μια μικρή Ελλάδα στην περιφέρεια
Κρασνοντάρ, στην βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας κοντά στην Αζοφική. Η Ανάπα,
με πληθυσμό σήμερα γύρω στις 54.000, βρίσκεται στην θέση της αρχαίας ελληνικής
Γοργιππίας. Αρχικά από τους Έλληνες αποκαλείτο Σινδικός Λιμήν. Όταν έγινε ο
πρώτος αποικισμός τον 6ο π.Χ. αιώνα, ο βασιλιάς Γόργιππος την
ονόμασε Γοργιππία.
Η
πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή τον 2ο και 3ο π.Χ. αιώνα γιατί ήλεγχε
το θαλάσσιο εμπόριο στο ανατολικό τμήμα της Μαύρης Θάλασσας. Στο Ρωσικό Μουσείο
εκτίθεται το άγαλμα του Νεοκλή, τοπικού άρχοντα, το οποίο βρέθηκε σε ανασκαφές
στην περιοχή. Η Ανάπα καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μεταξύ 1853-1856, κατά την
διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Δήμαρχος της πόλης κατά την διάρκεια της
Ρωσικής Επανάστασης ήταν η Ελισάβετ Πιλένκο, η οποία μετέπειτα διέφυγε στο
Παρίσι όπου, αφού εχρίσθη ορθόδοξη μοναχή με το όνομα Μαρία Σκόμπσοβα στην
εκκλησία του Αγίου Στεργίου, έκανε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο. Έχει ονομασθεί
Αγία από την Ορθόδοξη Εκκλησία για την προσφορά της στην διάσωση των Εβραίων
κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξ αιτίας της οποίας θανατώθηκε από τους Ναζί.
Μια αληθινή «δια Χριστόν Σαλή» στους μοντέρνους καιρούς.
Το
Γκελεντζίκ, με 50.000 κατοίκους σήμερα, στην αρχαιότητα ήταν η βάση για μια
μικρή Ελληνική αποικία, που αναφέρεται στον «Περίπλου» του Ψευδο-Σκύλακα ως Τορικός.
Επί οθωμανικής περιόδου, πριν περάσει στην Ρωσία με την Συνθήκη της
Ανδριανούπολης (1829), ήταν ο χώρος της αγοράς των περίφημων Κιρκάσιων
καλλονών με προορισμό τα τουρκικά σεράγια («Γκελεντζίκ» σημαίνει κατά κυριολεξίαν
«λευκές νύφες»).
Το
Κρασνοντάρ (Αικατερινοντάρ), η πρωτεύουσα της περιοχής, έχει, σύμφωνα με την
απογραφή του 2018, 1.341.000 κατοίκους, ισχυρή οικονομία και την μικρότερη
ανεργία (0,2%) στην Ρωσία. Τα προϊόντα που παράγει αυτή η περιοχή φθάνουν σε
κάθε γωνιά της Ρωσίας. Το αρχικό όνομα της πόλης ήταν Αικατερινοντάρ και
σήμαινε το «Δώρο της Αικατερίνης» προς τιμήν της Μεγάλης Αικατερίνης. Εδώ ήταν
η έδρα της «Κεντρικής Ένωσης των Ελλήνων του Πόντου» το 1919, η οποία αιτήθηκε
από το Συνέδριο του Παρισιού την ίδρυση της «Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του
Πόντου» στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκ μέρους άνω του μισού εκατομμυρίου
Ελλήνων: «Η εν Αικατερινοτάρ ‘’Κεντρική Ένωσις των Ελλήνων του Πόντου’’,
αντιπροσωπεύουσα υπέρ τας 500.000 Ελλήνων, οι οποίοι, κατά διαφόρους εποχάς,
και ιδία κατά τον λήξαντα παγκόσμιον πόλεμον, φεύγοντες την μάχαιραν του
τυράννου και τας αφορήτους καταπιέσεις των Τούρκων, εξηναγκάσθησαν να
εγκαταλείψωσι το πάτριον έδαφος και να καταφύγωσι, προσωρινώς, εις Ρωσίαν, και
οι οποίοι μετ’ αγωνίας αναμένουσι την απελευθέρωσιν και αποκατάστασιν της
πατρίδος αυτών, ίνα επανέλθωσιν εις τας εστίας των, χαιρετίζει εκθύμως την
περίλαμπρον νίκην των κραταιών Συμμάχων, δι’ ης το κράτος του δικαίου και του
πολιτισμού κατίσχυσαν οριστικώς της βαρβαρότητος και της βίας, και λαμβάνει την
τιμήν, δια του παρόντος υπομνήματος, να υποβάλη προ του Συνεδρίου της Ειρήνης
τους πόθους και τα αιτήματα του ουτωσί εκπατρισθέντος πληθυσμού τούτου…».
Και
καταλήγει, αφού αναφέρει τα περιστατικά βίας, σφαγής και ατίμωσης, τα οποία
αυτοί εβίωσαν. «…Ένεκα τούτων, η Κεντρική ‘’Ένωσις των Ελλήνων του Πόντου’’, εξ
ονόματος των υπερπεντακοσίων χιλιάδων Ελλήνων εκ Πόντου, οι οποίοι, ως είπομεν,
μετ’ αγωνίας αναμένουσι την απελευθέρωσιν και αποκατάστασιν της πατρίδος αυτών,
ίνα επανέλθωσιν εις τας εστίας των.
Λαμβάνει
την τιμήν, να παρακαλέση θερμώς το Συνέδριον της Ειρήνης, όπως, έχον υπ’ όψιν
τα από 3.000 ετών εθνικά απαράγραπτα δίκαια και τα από 458 ετών ανήκουστα
δεινοπαθήματα και μαρτύρια του πολυπαθούς ελληνισμού του Πόντου, ευδοκήση ν’
απαλλάξη οριστικώς τον Ελληνικώτατον Πόντον από του τουρκικού ζυγού, και να
ικανοποιήση τον φυσικόν και δίκαιον πόθον αυτού, της μετά της Μητρός Ελλάδος
ενώσεως».
Πόλεις της Ρωσίας με ελληνική παρουσία
Στην
περιοχή της Κριμαίας, του Καυκάσου, της Αζοφικής και του Εύξεινου Πόντου, προς
τον οποίον από τους προϊστορικούς χρόνους πρώτη η «Αργώ» κομίζει τα φώτα του ελληνικού
πολιτισμού, υπάρχουν πολλά ακόμα σημαντικά ιστορικά κέντρα των Ελλήνων, όπως η
Σεβαστούπολη, η Γιάλτα (Αιγιαλός), η Μαριούπολη (Ζντάνοβ), η Θεοδοσία, η
Συμφερόπολη κ.ά.
Η
γραφική Σεβαστούπολη είναι ομοσπονδιακή πόλη-λιμάνι της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο
νοτιοδυτικό τμήμα της Ταυρικής Χερσονήσου (Κριμαίας), με πληθυσμό 340.735
κατοίκους (2013). Λόγω της σημαντικής θέσης της, είναι εδώ και αιώνες, μέχρι
σήμερα, η βάση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας του ρωσικού ναυτικού. Χτίστηκε
από την Μεγάλη Αικατερίνη, το 1780, κοντά στα ερείπια της πανάρχαιας ελληνικής
πόλης της Χερσώνας. Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν εκεί προήλθαν από όλα σχεδόν
τα μέρη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
Οι
Έλληνες της Σεβαστούπολης προσέφεραν εξ αρχής στην Φιλική Εταιρεία και σ’ όλους
τους εθνικούς αγώνες. Το 1897, στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο έστειλαν γενναία
οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και 150 νεαρά αγόρια για να καταταγούν εθελοντές
στον στρατό μας.
Στις
10 Ιουλίου του 2016, στο πλαίσιο των εορτασμών «Έτους Ελλάδας-Ρωσίας», έγιναν
τα αποκαλυπτήρια του μνημείου υπέρ των Ελλήνων εθελοντών της Ελληνικής Λεγεώνας
του αυτοκράτορα Νικολάου Α’, που πολέμησε στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) στο
πλευρό των Ρώσων. Το μνημείο εγκαταστάθηκε στο πολυσύχναστο πάρκο «Ιστορική
Λεωφόρος» και είναι το πρώτο ελληνικό μνημείο στην Κριμαία από την εποχή που
αυτή ανήκε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η
Θεοδόσια ή Καφά(ς) είναι παράλια πόλη της Κριμαίας, στις ανατολικές ακτές και
απέναντι από τον Κιμμέριο Βόσπορο. Πρόκειται για πολύ παλιά πόλη, που η πρώτη
της κτίση πρέπει να έγινε στην εποχή του εποικισμού των ακτών του Εύξεινου
Πόντου από τους πρωτοέλληνες. Στην διάρκεια της Ταταρικής κατοχής η πόλη πήρε
και το όνομα Καφάς. Από την αρχαία εποχή μέχρι τις αρχές του 20ου
αιώνα, δεν έπαψαν να υπάρχουν Έλληνες εκεί. Η Θεοδόσια βρίσκεται 110 χιλιόμετρα
ανατολικά της πρωτεύουσας της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας, της
Συμφερόπολης, και περίπου 99 χλμ δυτικά του Κερτς.
Η
κοσμική λουτρόπολη της Γιάλτας -με 81.000 κατοίκους-, πατρίδα του Άντον Τσέχωφ,
όπου έγινε η περίφημη Διάσκεψη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκεται κοντά
στην κωμόπολη Αούτκα όπου υπήρχε οργανωμένη ελληνική παροικία μέχρι την
Επανάσταση του 1917. Το Ανάκτορο της Λιβαδιάς, όπου έγινε η Διάσκεψη, ήταν η
παλιά πολυτελέστατη κατοικία του Λάμπρου Κατσώνη στην Κριμαία. Ο Έλληνας
Αξιωματικός του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού είχε δώσει στον οικισμό του
(220.000 στρέμματα) το όνομα «Λιβαδιά» σε ανάμνηση της γενέτειράς του Λειβαδιάς
στην Ρούμελη.
Το
Κερτς είναι ρωσική πόλη στην ομώνυμη
χερσόνησο και πορθμό, στην ανατολική Κριμαία με 151.300 κατοίκους (2006). Το
Κερτς ιδρύθηκε από Μιλήσιους αποίκους, πριν από 2.600 χρόνια περίπου, με την
ονομασία Παντικάπαιον (βυζαντινά ελληνικά: Βόσπορος) και θεωρείται μία
από τις αρχαιότερες πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Έγινε η πρωτεύουσα για ένα
διάστημα του Μιθριδατικού Βασιλείου του Πόντου, όταν ο ίδιος ο Μιθριδάτης ΣΤ’ ο
Ευπάτορας έμενε στην πόλη. Στη νεώτερη εποχή οι Έλληνες, με την γνωστή ναυτοσύνη
τους, είχαν μονοπωλήσει τα πόστα των πιλότων πλοηγών στα σκάφη που έρχονταν στο
λιμάνι του Κερτς για να μπουν στην Αζοφική, συνεχίζοντας την παράδοση των Μιλησίων
προγόνων τους.
Οι Ρωμιοί της Ταυρικής Χερσονήσου (Κριμαίας) ανήκουν στους παλαιότερους πληθυσμούς της Κριμαίας. Προϋπήρχαν των Τατάρων και των Καραϊτών, τις μόνες «γηγενείς εθνότητες» που είχε αναγνωρίσει το νεοσύστατο Ουκρανικό κράτος πριν από το πραξικόπημα του Μαϊντάν, το 2014.
Μέχρι
το τέλος του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κριμαίας ήταν μισό
εκατομμύριο. Μετά το 1778, με την Συνθήκη Ρωσίας-Τουρκίας, μεταφέρονται 30.000
Έλληνες χριστιανοί προς την θάλασσα του Αζόφ. Ο Ευγένιος Βούλγαρης είναι ο
πρώτος Έλληνας λόγιος που, με πρόσκληση της Αικατερίνης της Μεγάλης, πηγαίνει στην
Κριμαία και γράφει γι’ αυτήν στην «Έκθεση της Ταυρικής Χερσονήσου», από την
αρχαιότητα μέχρι την εποχή εκείνη.
Ο
Πρίγκηπας Ποτέμκιν, μέσα στα πλαίσια του στρατηγικού «Ελληνικού Σχεδίου» της
Μεγάλης Αικατερίνης, δίνει μεγάλα κίνητρα στους Έλληνες για να εγκατασταθούν
εκεί: σιτάρι για 1 χρόνο, 1 αγελάδα, 2 βόδια, 5 αργυρά ρούβλια, 10 χρόνια χωρίς
φόρο κ.ο.κ…
Το
γνωστό «Ουκάζιο», το τσαρικό διάταγμα που υπέγραψε η Μεγάλη Αικατερίνη και
καθόριζε τα δικαιώματα και τα προνόμια των μεταναστών, έλεγε, μεταξύ άλλων:
«Χαρίζονται
‘’δωρεάν και αιωνίως’’ μεγάλες εκτάσεις στα νότια παράλια της Αζοφικής, ώστε να
έχουν εύπορη γη και να μπορούν να ψαρεύουν. Για τους εμπόρους, τεχνίτες και
επαγγελματίες να χτιστεί πόλη, όπου θα ζουν και θα εργάζονται»! Όλα αυτά τα
προνόμια καθορίστηκαν και παραχωρήθηκαν επισήμως και «αιωνίως» σε όλη την
ελληνική κοινότητα.
Ο
πρώτος τόπος εγκατάστασης αυτού του νέου κύματος των Ελλήνων στην Ταυρική
Χερσόνησο, γνωστή μας από την μυθολογία και την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του
Ευρυπίδη - οι Ταύροι ήταν γνωστοί για τις ανθρωποθυσίες τους και για το ότι
εκεί υπήρχε ναός της Αρτέμιδας -, ήταν η Μαριούπολη. Ο Μητροπολίτης «Γοτθίας
και Καφά» Ιγνάτιος με το ποίμνιό του εγκαταστάθηκαν κοντά στις όχθες του
ποταμού Κάλμιου, που εκβάλλει στην Αζοφική, και έδωσαν το όνομα της πόλης προς
τιμήν της Παναγίας. Έως το 1918 ζούσαν 200.000 Έλληνες στην Κριμαία.
Σήμερα,
η Κριμαία, μετά το δημοψήφισμα του 2014 και την ένταξή της στην Ρωσική
Ομοσπονδία, είναι μια Ελεύθερη Οικονομική Ζώνη. Η Ελλάδα θα μπορούσε να
επωφεληθεί τα μάλα απ’ αυτό σε μια περιοχή που έχει όμορφο κλίμα «μεσογειακού»
τύπου, αρχαία και ελληνιστικά μνημεία και έντονη ελληνική παρουσία (η
Σεβαστούπολη έχει 2.500 Έλληνες): θρησκευτικός και πολιτιστικός τουρισμός, ακτοπλοϊκή
σύνδεση με την Γιάλτα, εξαγωγές προϊόντων, ενίσχυση των οικονομικών και
πνευματικών δεσμών είναι μερικά από τα αιτήματα-προτάσεις των Ελλήνων Ομογενών.
Δυστυχώς,
μέχρι τώρα ακολουθείται μια σχιζοφρενική «ρωσοφοβική» πολιτική, στα πλαίσια των
«κυρώσεων» που ορίζουν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η Ελληνική Πολιτεία αδιαφορεί, η
μιντιακή φιλοδυτική προπαγάνδα οργιάζει και η Ελλάδα… δεν έχει ούτε καν Προξενείο
στην Σεβαστούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου