Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Το «διαρκές έγκλημα» του 1922 - Ο ανίκητος-ηττημένος νέος Ελληνισμός και οι αναλογίες με το σήμερα

Το «διαρκές έγκλημα» του 1922

Φιλοβενιζελική αφίσα που απεικονίζει το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο έθεσε σαν πρόταγμα ο Ελ. Βενιζέλος στηριζόμενος, όμως, απόλυτα στα συμφέροντα των Άγγλων. Οι «σύμμαχοι» μας έμπλεξαν στον δικό τους πόλεμο, ενώ έπρεπε να τους μπλέξουμε εμείς στους δικούς μας στόχους, στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για την ελληνική Ανατολή που δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ.

Ο ανίκητος-ηττημένος νέος Ελληνισμός και οι αναλογίες με το σήμερα

 

«Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην Μικρά Ασία δεν ηττήθη ο γενναίος ελληνικός Στρατός. Η πολιτική ηγεσία του ηττήθη…»

Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ)

 

του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη

 

Όταν το απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1922 είχε ολοκληρωθεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας, ούτε ένας Έλληνας στρατιώτης δεν πατούσε πλέον την γη της Ιωνίας. Και, στις μέρες που θα ακολουθούσαν, θα έφευγαν κυνηγημένοι και οι τελευταίοι Έλληνες Μικρασιάτες από την πατρώα τους γη. Η Ελλάδα, που μετά τους Βαλκανικούς πολέμους «προκαλούσε τον τρόμο στους εχθρούς της και τον σεβασμό στους φίλους της», βρισκόταν μπροστά «στο βαθύτερο κατρακύλισμά της», όπως γράφει στην μοναδική μαρτυρία του για εκείνη την εποχή, με τίτλο «Χαμένες Πατρίδες», ο δημοσιογράφος Γιάννης Π. Καψής, γέννημα-θρέμμα της Μικρασίας. «Ο Κεμάλ ήταν έτοιμος να περάσει στην Θράκη και τότε κανείς δεν θα τον σταματούσε ώς την Αθήνα», τονίζει χαρακτηριστικά, δίνοντας μια σκληρή εικόνα της πιο τραγικής σελίδας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Η δραματική έξοδος του Ελληνισμού από τα -για τρεις χιλιετίες- ελληνικά εδάφη του Πόντου, της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης είναι μεγαλύτερη εθνική καταστροφή από την Άλωση της Πόλης. Σήμανε το οριστικό τέλος του Ανατολικού πνεύμονα του έθνους μας, του ένδοξου ελληνιστικού και βυζαντινού παρελθόντος μας που επηρέασε καθοριστικά την παγκόσμια ιστορία.

«Η καταστροφή εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλυτέρα και από την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως (το 1453). Εις την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, το έθνος έμεινεν εις τας εστίας του …υποταγμένον και δούλον, αλλ’ έμεινεν συνεχίζον την ζωήν του, δεν έπαθεν την συμφοράν την οποίαν έπαθεν σήμερον», θα γράψει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Μια συμφορά που δεν αφορά μόνο τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την Ιωνία, αλλά και από τον Πόντο και, στην συνέχεια, από την Ανατολική Θράκη.

Ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» και το όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας» χάθηκε από τότε, αφήνοντας την Ελλάδα έρμαιο ενός δυτικοστραφούς προσανατολισμού, που μας οδήγησε στην σημερινή χρεωκοπία, δημογραφική κατάρρευση και υπαρξιακή απειλή. «Άκουσα τον πιο σπαραχτικό θρήνο για τον ελληνισμό που είχε δολοφονηθεί· για την προδοσία των μεγάλων δυνάμεων· για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν σκοτωθεί, κρεμαστεί, πολλοί μάλιστα είχαν ενταφιασθεί ζωντανοί· για τις κατεστραμμένες πολιτείες· για το σβήσιμο μέσα στο αίμα πολιτισμού τριών χιλιάδων ετών· για το απέραντο Βυζαντινό Κράτος, που υπήρξε για αιώνες πιο ευρωπαϊκό από τα κράτη της Ευρώπης, και, μονοκοντυλιάς, είχε εξαφανιστεί κάθε ανάμνησή του από τον χάρτη της υφηλίου…», θα πει αργότερα ο διαπρεπής Γάλλος ελληνιστής και διευθυντής για πολλά χρόνια του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβιος Μερλιέ (Octave Merlier).

Όμως, πίσω από την Μικρασιατική Εκστρατεία και το άδοξο τέλος της κρύβεται μια πολύ σκοτεινή ιστορία. Γιατί η Στρατιά της Μικράς Ασίας δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε στα μετόπισθεν, στην πολιτική καμαρίλα και τα διαβούλια των Αθηνών και των δυτικών πρωτευουσών.

Πίσω από αυτή την καταστροφή της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της ανόρθωσης του βυζαντινού μεγαλείου που ήταν η ελπίδα του Γένους και ο απώτερος στόχος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, βρίσκεται ο ελλαδικός αντιβυζαντινισμός. Η καθαρώς δυτική αυτή ιδεολογική κατασκευή, η οποία δεν έβλεπε ποτέ την Ανατολή ως σοβαρή εθνική επιλογή και επέβαλε την απόλυτα δυτικότροπη, εκμοντερνιστική, πορεία της Ελλάδας ως μονόδρομο -με δόγμα το περιβόητο «Ανήκομεν εις την Δύσιν»- για έναν αιώνα μέχρι σήμερα.

Η πορεία προς την Καταστροφή

Οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922, όταν ολοκληρώθηκε η καταστροφή και έδυσε -ελπίζουμε όχι για πάντα- ο ήλιος του ένδοξου Ανατολικού Ελληνισμού, έχουν χαραχτεί βαθειά στην μνήμη των Ελλήνων, όπως η 29 Μαΐου 1453, μια ημερομηνία ταυτισμένη με την τραγωδία του Βυζαντίου.

Η μοίρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν να αντιμετωπίζει διαρκώς εχθρούς που την απειλούσαν από Δύση κι Ανατολή και, τελικώς, υπέκυψε στα στίφη των Σταυροφόρων, προσωρινά, και στις ορδές των Οθωμανών, οριστικά.

Η βυζαντινή μοίρα, όμως, συνεχίζεται και μετά, στα 200 χρόνια του νεοελληνικού κράτους, που εξακολουθεί να βάλλεται πανταχόθεν από φανατικούς πολέμιους.

Το δυτικό πρότυπο εκσυγχρονισμού στηρίχτηκε στον στείρο αντιβυζαντινισμό, που δεν βρήκε ποτέ απήχηση στο λαϊκό σώμα, ούτε έχει ρίζες στις λαϊκές παραδόσεις ούτε υιοθετήθηκε ποτέ από τους εθνικά προσανατολισμένους διανοούμενους και ποιητές, εκτός των ευρωλάγνων «κουλτουριάρηδων». Το σύμπλεγμα κατωτερότητας των Δυτικών απέναντι στο Βυζάντιο εισήχθη στην χώρα «από τα πάνω», μέσα από μια σχολική παιδεία στα πρότυπα του ευρωπαϊκού «φιλελληνισμού»: σεβασμός στους αρχαίους (απελθόντες) Έλληνες και μίσος για τους ζώντες Έλληνες, τους οποίους έβλεπαν «καθυστερημένους» που χρειάζονταν αναμόρφωση… Έτσι νοθεύτηκε εξ αρχής η εθνική μας ταυτότητα και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τον τελικό εθνικό ακρωτηριασμό μας.

«Οι Έλληνες έγιναν εφεξής ‘’φιλέλληνες’’. Εμβολιάστηκαν δηλαδή με την σχιζοειδή στάση της απόλυτης καταξίωσης, με την ταυτόχρονη απόλυτη απαξίωση του εαυτού τους», όπως εύστοχα έχει περιγράψει στα άρθρα του ο καθηγητής Φιλοσοφίας Κωνσταντίνος Ρωμανός.

«Άτοπον είναι, μιμούμενοι τους πλείστους δυτικούς ιστοριογράφους, να καταδικάζωμεν αθρόαν την περίοδον εκείνη», επισημαίνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».

Ο εισαγόμενος αντιβυζαντινισμός και φιλοδυτικισμός δεν υπήρξε ποτέ αυτογενής ούτε λαϊκός. Το αντίθετον, εισάγονταν από τον 19ο αιώνα καινοτομίες και θεσμοί, προϊόντα ενός καθυστερημένου «Διαφωτισμού» που ήταν ανάρμοστοι με την ελληνικήν ιδιοσυγκρασίαν. Δεν έγινε ποτέ μια σοβαρή προσπάθεια από τους δουλικούς στους Αγγλογάλλους πολιτικούς, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, να εξισορροπήσουν οι σκοποί του εκσυγχρονισμού με τα βιώσιμα εθνικο-λαϊκά χαρακτηριστικά του παρελθόντος και τις κοινοτικές μας παραδόσεις μας.

Η νεώτερη Ελλάδα αφυπνίστηκε αναγκαστικά απ’ αυτή την ασυνάρτητη πραγματικότητα μετά την ήττα του 1897, όταν η απειλή του Τούρκου φάνηκε ξανά έξω από τα σύνορα της Μελούνας. Η περίοδος αυτή, που σημαδεύεται από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και κορυφώνεται στην τριετία 1918-1920 με την παρουσία μας στην Ανατολή, θα τελειώσει δραματικά το φθινόπωρο του 1922. Τα τετελεσμένα θα σφραγιστούν οριστικά τον Ιούλιο του 1923 με την Συνθήκη της Λωζάννης.

Αναμφισβήτητα, την περίοδο αυτή κυριαρχεί η προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η πολιτική του, του 1912-13, του 1915 στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του 1917-1920 στο Ανατολικό Ζήτημα, «φέρει την σφραγίδα της ακαμάτου δημιουργικότητος, η οποία νομίζει κανείς ότι ενεπνεύσθη από τα μινωϊκά τείχη της κρητικής του πατρίδος και ωρίμασεν υπό την σκιάν του δωρικού ρυθμού του Παρθενώνος», έγραφε ο Γεώργιος Βεντήρης στα «Αθηναϊκά Νέα», στις 9 Ιουλίου 1936.

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της κρητικής Ένωσης, ο οποίος αναδιοργάνωσε την ηττημένη Ελλάδα μετά το 1897, δεν κατάφερε κι αυτός να ξεφύγει από την νοθευμένη περιπέτεια της εθνικής μας ολοκλήρωσης, παρά την αρχική αποτελεσματικότητα του διπλωματικού πραγματισμού του. Στηρίχτηκε απόλυτα στην Αγγλία και, κατά δεύτερον λόγον, στην Γαλλία, ταυτίζοντας τα ελληνικά συμφέροντα με την Δύση κι βάζοντας μπροστά την «Μεγάλη Ιδέα» περισσότερο σαν πρόσχημα παρά σαν δουλεμένο σε βάθος στόχο.

Κι όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν να αλλάξουν σύμμαχο κι «ερωτεύθηκαν» τον νέο Τούρκο που θα τους έδινε τα πετρέλαια που ήθελαν κι ένα νέο δυτικότροπο κράτος, τότε οι Έλληνες βρέθηκαν έκπληκτοι μπροστά στην συμμαχική διακοίνωση (5 Αυγούστου 1922) που τους έλεγε ουσιαστικά να ξεχάσουν τον Ελληνισμό της ανατολικής πλευράς του Αιγαίου και να φεύγουν το γρηγορότερο από την Μικρά Ασία. Έτσι δρομολογήθηκε, δεδομένης και της γελοιότητας της μεταβενιζελικής πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας, η τελική φάση της πορείας προς την καταστροφή. Η χώρα μας οδηγήθηκε προς την μεγαλύτερη τραγωδία της νεώτερης ιστορίας της, προδομένη από την πολιτική της ηγεσία, την στρατιωτική της διοίκηση και τους συμμάχους της.

«Στην Αθήνα τα συμβούλια διαδέχονταν το ένα το άλλο», γράφει ο ιστορικός Κώστας Φωτιάδης. «Στον λαό δεν ανακοινώνεται τίποτα. Αφήνουν να τα πληροφορηθεί σιγά-σιγά από τις εφημερίδες και να τα συνηθίσει» (Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, Β’ Τόμος, Εκδ. ΚΑΛΟΚΑΘΗ).

Ενδεικτικό της κυνικότητας της «εθνικόφρονης» ελίτ των Αθηνών είναι το ανεπανάληπτο προδοτικό τηλεγράφημα που έστειλε η κυβέρνηση στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο και έγραφε: «Τα γεγονότα του μετώπου ελύτρωσαν την κατάστασιν εν Μικρά Ασία»…

Τη νύχτα της 12ης προς την 13η Αυγούστου 1922, που ο Κεμάλ προετοίμαζε βήμα-βήμα την ατίμωση του ελληνικού στρατού, ο επηρμένος αρχιστράτηγος Χατζηανέστης κοιμότανε 600 χλμ μακριά από το μέτωπο στην Σμύρνη, ανίκανος να αντιληφθεί την ζοφερή πραγματικότητα… «Αν τολμάει ο Κεμάλ, ας επιτεθεί», συνήθιζε ο άμοιρος να λέει.

Σας θυμίζει τίποτα αυτό; Μήπως την σιγουριά ότι είμαστε με την «σωστή πλευρά της ιστορίας»; Τα λέμε αυτά γιατί η εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει πολλές ομοιότητες με την σημερινή του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχει ήδη ξεκινήσει, και οι παράγοντες, όπως και οι κακοδαιμονίες που μας δέρνουν, έχουν μεγάλη αναλογία.

Όταν ο Ερντογάν σήμερα μας απειλεί ότι «θα μας πετάξουν στην θάλασσα» όπως το ’22, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επαναλαμβάνει τα λόγια του Στρατάρχη Φον Σάντερς, φίλου του Κάϊζερ, το καλοκαίρι του 1915: «Όλοι οι Έλληνες πρέπει να πεταχθούν στην θάλασσα. Κι αυτό θα γίνει μόλις η Γερμανία, με την βοήθεια της συμμάχου της Τουρκίας, κερδίσει τον πόλεμο».

Μπορεί να μην κέρδισε τον πόλεμο ο Κάϊζερ, όμως οι Έλληνες πετάχτηκαν στην θάλασσα και η Γερμανία εξακολουθεί να είναι σταθερός σύμμαχος της Άγκυρας, έχοντας «τιμωρήσει» διαχρονικά τους Έλληνες με μια κατοχή (1941-44), μια χρεωκοπία (2010) και την συνεχή λεηλασία των εθνικών μας πόρων. Όσο για τους νικητές Άγγλους, τι να πούμε; Τρία είναι τα «καρφιά» του Ελληνισμού: διχασμός, γενιτσαρισμός, προδοσία. Και το τέταρτο καρφί στο «φέρετρο» κάθε εθνικής μας προσπάθειας το βάζουν πάντα οι Άγγλοι. Από την δολοφονία του Καποδίστρια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο (1944) και τον Αττίλα στην Κύπρο, 30 χρόνια μετά.

Τα αισθήματα των ξένων εκφράζει παραστατικά, μετά την ήττα του στρατού μας, ένας ξένος εμπορικός αντιπρόσωπος: «Στην κυρίως Ελλάδα υπάρχουν λίγες ξένες εταιρείες. Διώχτε από εδώ τους Έλληνες κι αφήστε εμάς να εκμεταλλευθούμε τους Τούρκους». Άρα, το διώξιμο του ελληνικού στοιχείου, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του τουρκικού φανατισμού αλλά αποτέλεσμα ξένου οικονομικού σχεδιασμού.

Και όταν οι πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων συνεχίστηκαν πέρα από το προσδοκώμενο, τότε γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά στρατεύματα στήθηκαν μπρος στους Έλληνες και ανέκοψαν την προέλασή τους. Οι Έλληνες έπρεπε να πολεμούν σύμφωνα με τις δικές τους υπαγορεύσεις. Αυτοί είναι οι σύμμαχοί μας και σήμερα μέσα στο ΝΑΤΟ.

Η Ελλάδα πάντα πολεμούσε για τους Συμμάχους της και οι Σύμμαχοι δρούσαν πάντα εναντίον της Ελλάδας. Η χώρα μας πολλάκις υπήρξε ο «χρήσιμος ηλίθιος» των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων, κι αυτό είναι ηλίου φαεινότερο μέχρι και σήμερα.

Στην φωτογραφία φαίνεται ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος με τους δημογέροντες της Σμύρνης, τους επιτελικούς αξιωματικούς και τους Μητροπολίτες Σμύρνης και Φιλαδέλφειας. Οι σημαίες των συμμάχων πλαισιώνουν την τελετή. Όμως, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η Ελλάδα βρέθηκε χωρίς συμμάχους. Ιταλοί, Γάλλοι και Άγγλοι, ο ένας μετά τον άλλον συντάχθηκαν με τον Κεμάλ και μας «πέταξαν στην θάλασσα» όλοι μαζί.

Οι ανίκητοι-ηττημένοι

Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), που διπλασίασαν την Ελλάδα σε έκταση και πληθυσμό, το «Ιωνικό όραμα» που φάνηκε να υλοποιείται με την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη (15 Μαΐου 1919) και η μηδέποτε κυρωθείσα Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) είναι οι πιο εμβληματικές στιγμές της ιστορίας μας μετά την Παλιγγενεσία του ’21.

Πώς η ανίκητη ελληνική Στρατιά θα ηττηθεί τελικά στον Σαγγάριο (30/8/1922) και οι Έλληνες μόνοι, ταπεινωμένοι και προδομένοι θα γυρίσουν κακήν κακώς «οίκαδε», για να μπορεί σήμερα ο νεοοθωμανός ψευτο-Σουλτάνος να μας κουνάει το δάχτυλο και να μας απειλεί ξανά, είναι ένα ερώτημα για το οποίο έχει χυθεί άπειρο μελάνι. Εμείς, στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου, ένα σχόλιο, ουσιαστικά, επιχειρούμε να κάνουμε για κάποια περιρρέουσα γεωπολιτική ατμόσφαιρα και αυτούς τους διαχρονικούς ιδεοληπτικούς εναγκαλισμούς, που δεν μας αφήνουν να σηκώσουμε ψηλά τα εθνικά οράματα και τις ελπίδες του λαού μας χωρίς να κάνουμε ένα άλμα στο κενό.

Τέσσερις είναι οι σημαντικότεροι άξονες γεγονότων και προσώπων που προσδιόρισαν άμεσα την ροή των εξελίξεων της περιόδου εκείνης.

α) Η προκήρυξη και διεξαγωγή των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, τις οποίες κέρδισε το αντιβενιζελικό στρατόπεδο με συνέπεια την αλλαγή των πολιτικών ισορροπιών στο εσωτερικό της χώρας.

β) Η επάνοδος του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα με δυσμενείς επιπτώσεις για την μικρασιατική υπόθεση. Η επιστροφή του έδωσε στους Δυτικούς το πρόσχημα που ήθελαν για να δρομολογήσουν την εγκατάλειψη της Ελλάδας και την αντίστοιχη προσέγγισή τους στην Τουρκία του Κεμάλ.

γ) Η άμεση αξιοποίηση της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας από την πλευρά του Κεμάλ και των επιτελών του και η διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας με τους Μπολσεβίκους, την Ιταλία, την Γαλλία και, τέλος, την Μεγάλη Βρετανία που άνοιξε τον δρόμο για την επικράτησή του στον πόλεμο εναντίον μας.

δ) Οι αδράνειες και ολιγωρίες της ανίκανης Κωνσταντινικής πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας σε στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο, οι οποίες συνετέλεσαν στην δραματική αναστροφή του κλίματος σε βάρος του Ελληνισμού.

Έπρεπε, τελικά, να πάμε την Μικρασία; Ή όχι; Αυτό το δίλημμα το βάζει συχνά η εθνομηδενιστική ή εκσυγχρονιστική σχολή της ιστοριογραφίας. Αυτή που μέσα στην «πολιτική ορθότητά» της θεωρεί την Μεγάλη Ιδέα και τους αντίστοιχους ελληνοβυζαντινούς θρύλους που την συνοδεύουν ως ανυπόστατους πόθους και ονειρώξεις. Κυκλοφόρησαν πολλές σχετικές εκδόσεις με αφορμή τα 100 χρόνια από το «1922», που προσπαθούν να εξωραΐσουν τον ρόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, να αποδομήσουν το αντιδυτικό λαϊκό συναίσθημα για την προδοσία της μικρασιατικής υπόθεσης και να τα φορτώσουν όλα στα κουσούρια και τις ανικανότητες των Ελλήνων. Κάτι σαν το «Μαζί τα φάγαμε» των Μνημονίων.

Αν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος ευθύνονταν για τον Διχασμό, δεν ήταν όργανα των Γερμανών ο ένας, ή των Άγγλων ο άλλος;

Δεν είναι οι ευθύνες της μεταβενιζελικής ηγεσίας για την Μικρασιατική Καταστροφή ολοφάνερες και αποδεδειγμένες για την διάλυση του μετώπου και την έλλειψη πειθαρχίας και στρατηγικής;

Ας δούμε τι λέει ο ιστορικός Κώστας Φωτιάδης στο παρακάνω βιβλίο του, στην σελίδα 434:

«Η Στρατιά δεν είχε καμμιά σαφή και συγκεκριμένη πληροφορία για την κατάσταση των Τούρκων. Δεν είχαν καμμιά πληροφορία για τις μεγάλες συγκεντρώσεις του εχθρού λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα. Το γραφείο κατασκοπείας της Στρατιάς αποδείχθηκε εγκληματικά ανύπαρκτο. Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν πολύ σωστά πληροφορημένοι για τις κινήσεις των Ελλήνων, και για τις συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες διαβιούσε το στράτευμα. Όλοι οι Τούρκοι, κάτοικοι της περιοχής του μετώπου, ήταν πληροφοριοδότες του Κεμάλ, και ήταν λάθος η μη εκκένωση της ζώνης του μετώπου από τους τουρκικούς πληθυσμούς, όπως έκανε ο διορατικός και αποφασιστικός Ατατούρκ. Έτσι ο αντίπαλος ήξερε τα πάντα. (…) Εκτός, όμως, από την αποκαρδιωτική έλλειψη πληροφοριών, η ηττοπάθεια και οι λιποταξίες είχαν διαβρώσει την Στρατιά σε πολύ μεγάλο βαθμό». Πράγματι, οι λιποτάκτες ήταν τόσοι πολλοί, που μπορούσαν να συγκροτήσουν μια άλλη ολόκληρη Στρατιά.

«Το πρόβλημα αν έπρεπε να πάμε ή να μην πάμε ήταν ψευδοπρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν πώς να πάμε, τι να διεκδικήσουμε και τι εγγυήσεις συμμαχικής βοήθειας να εξασφαλίσουμε», έγραφε ο αείμνηστος «γκουρού» της ιστορίας μας, Σαράντος Καργάκος, σε ένα παλιότερο αφιέρωμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου (1993). «Έπρεπε να πάμε ενωμένοι· πήγαμε διχασμένοι. Οι ‘’σύμμαχοι’’ μας έμπλεξαν στον δικό τους πόλεμο· έπρεπε κι εμείς να τους μπλέξουμε στον δικό μας πόλεμο· έπρεπε να βρούμε αμέσως δίαυλο επικοινωνίας (προτού ισχυροποιηθεί) με τον Κεμάλ· κόψαμε κάθε ‘’γέφυρα’’ επαφής (κι είχαμε πολλές). Προτού τον προσεταιρισθούν οι μπολσεβίκοι, έπρεπε να τον προσεταιρισθούμε εμείς (και υπήρχαν τρόποι). Ομοίως, έπρεπε να βρούμε τρόπους μυστικής επαφής με τους Μπολσεβίκους. Επιφανείς Έλληνες συμμετείχαν στα Σοβιέτ των αντιπροσώπων και κατείχαν - ιδίως στις περιοχές του Ευξείνου - σημαίνουσες θέσεις στο νέο καθεστώς που δεν είχε στερεωθεί και ζητούσε απεγνωσμένα διεθνή στηρίγματα. Άλλωστε οι Μπολσεβίκοι - κατά την μαρτυρία του Γ. Κορδάτου – έστειλαν στην Αθήνα σημαντικό εκπρόσωπό τους αλλά κανείς σημαντικός πολιτικός μας δεν καταδέχτηκε να τον συναντήσει. Θέμα ιδεολογικών αρχών. Αλλ’ όταν κάνεις πόλεμο, δεν διαλέγεις φίλους. Συμμαχείς και με τον διάβολο. Αυτό τουλάχιστον μας δίδαξε η συμμαχία Τσώρτσιλ-Στάλιν».

Η απολογία του στρατηγού Γ. Χατζηανέστη στην Δίκη των Έξι, στον οποίο καταλογίστηκε η βασική στρατιωτική ευθύνη για την διάλυση της στρατιάς και την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου.

Ο στρατός μας υπέφερε τα πάνδεινα, χωρίς τρόφιμα, χωρίς άρβυλα, χωρίς μισθοδοσία για μήνες. Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα οι οικογένειές τους δυστυχούσαν από τον πληθωρισμό και την τοκογλυφία.

Τον Αύγουστο του 1922, το μέτωπο βρισκόταν στα βάθη της Μικράς Ασίας, παρατεταγμένο σε μήκος επτακοσίων χιλιομέτρων, ενώ σε πολλές περιοχές των μετόπισθεν -περίπου τα δύο τρίτα της σημερινής έκτασης της Ελλάδας- ο έλεγχος του ελληνικού στρατού ήταν ανύπαρκτος. Συμμορίες από ληστές, κεμαλιστές αντάρτες, αλλά και Έλληνες λιποτάκτες λυμαίνονταν την τεράστια αυτή έκταση. Από τους 177.000 Έλληνες στρατιώτες της Μ. Ασίας μόνο οι 70.000 ανήκαν σε μάχιμους σχηματισμούς, με άλλους 20.000 περίπου να ασκούν καθήκοντα φρουρών και ασφάλειας. Οι υπόλοιποι απασχολούνταν σε διοικητικές θέσεις, ή είχαν αποσπαστεί στην προσωπική υπηρεσία των αξιωματικών και των οικογενειών τους. Ουδείς επιπλέον ασχολείτο με τους 90.000 ανυπότακτους και τους αμέτρητους λιποτάκτες.

Ο ελληνικός στρατός ήταν από καιρό κουρασμένος, τρεφόταν πολύ άσχημα και παρουσίαζε συμπτώματα οργανωτικής αποσύνθεσης. Τα περισσότερα τρόφιμα έφταναν χαλασμένα στο μέτωπο και οι Έλληνες στρατιώτες αντάλλασσαν τσιγάρα, που τους περίσσευαν, με τους Τούρκους για να πάρουν κάτι φαγώσιμο της προκοπής. Ο στρατηγός Χατζηανέστης, που εκτελέστηκε και αυτός μετά την δίκη των Έξι, είχε ζητήσει την σύμπτυξη του ελληνικού στρατού σε περιορισμένο έδαφος.

«Ο Στρατός μας υπέφερε τα πάνδεινα. Νηστικοί, με καθημερινό συσσίτιο μακαρόνια, ρέγγες ή σαρδέλες, ρακένδυτοι, με στολές, που πολλές φορές είχαν πάρει από τους σκοτωμένους συναδέλφους τους, χωρίς άρβυλα, χωρίς μισθοδοσία για μήνες, χωρίς ένα τσιγάρο, οι στρατιώτες μας ήταν υποχρεωμένοι να μένουν για χρόνια στην πρώτη γραμμή, ν’ αντιμετωπίζουν τις ύπουλες επιθέσεις των Τσετών. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα οι οικογένειές τους δυστυχούσαν – το χαρτονόμισμα είχε κοπεί, οι προστάτες τους έλλειπαν κι η αγωνία έκανε αφόρητη την δυστυχία. Τα γράμματα, που έπαιρναν οι στρατιώτες μας στο Μέτωπο, δεν ήταν μηνύματα ελπίδας, όπως άλλοτε. Ήταν κραυγές απόγνωσης, εκκλήσεις βοήθειας. Την ώρα που οι ίδιοι κινδύνευαν στην πρώτη γραμμή, οι οικογένειές τους αργοπέθαιναν. Ποιος στρατιώτης, ποιανής χώρας, θα μπορούσε να διατηρήσει το ηθικό του; Ποιος στρατιώτης θα μπορούσε να νικήσει στον διμέτωπο αυτόν πόλεμο;», εξιστορεί ο Γιάννης Καψής (Χαμένες Πατρίδες, Εκδ. Πεδίο).

Παρόμοια φαινόμενα συμβαίνουν και σήμερα, όταν μια κοινωνία χρεωκοπημένη με χιλιάδες νέους άνεργους και 500.000 άλλους σε στρατεύσιμες ηλικίες στο εξωτερικό, που έχουν ρίξει «μαύρη πέτρα»… θα της κτυπάνε αύριο την πόρτα για να επιδώσουν τις προσκλήσεις στράτευσης (ελπίζουμε να μην φθάσουμε τελικά εκεί)… και δεν θα την ανοίγουν γιατί θα φοβούνται ότι ήρθαν να τους κόψουν το ρεύμα από τις εισπρακτικές ή την ΑΑΔΕ.

Η Ελλάδα, προτού χάσει τον πόλεμο στο έδαφος της Μικρασίας, τον είχε χάσει στο εσωτερικό μέτωπο. Ξεκίνησε αυτή την εκστρατεία  διχασμένη και συνέχισε μέχρι το άδοξο τέλος της διχασμένη. Μετά την ήττα του Βενιζέλου, κανείς δεν πίστευε στη νίκη από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της φιλογερμανικής παράταξης. Και κανείς τους δεν μπορούσε να εμπνεύσει και να ομοψυχοποιήσει λαό και στρατό.

Έτσι, πριν επέλθει η στρατιωτική ήττα είχε προηγηθεί η ψυχολογική. Το πνεύμα της ηττοπάθειας είχε ενισχυθεί κι από την «πασιφιστική» προπαγάνδα κι από το γεγονός ότι οι στρατιώτες μας ένιωθαν πως ήταν όργανα ξένων συμφερόντων.

Όπως λέει ο Σ. Καράγκος: «Οι στρατιώτες δεν ήξεραν πού πήγαιναν και πού έφθαναν. Στρατιωτική και πολιτική ηγεσία δεν τους έδωσε ένα όραμα, έναν σκοπό. Όταν προέλασαν σε βάθος δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν, για ποιο λόγο βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους τόσα χρόνια. Πολλοί μιλούν για φυσική εξάντληση. Πρόκειται κυρίως για ηθική εξάντληση. Οι Τούρκοι πολεμούσαν περισσότερα χρόνια, είχαν μεγαλύτερες απώλειες. Ο Κεμάλ, όμως, τους έδωσε ένα πολιτικό όραμα κι έναν σκοπό».

Οι αναλογίες με το σήμερα είναι περισσότερο από προφανείς. Η εθνομηδενιστική προπαγάνδα διαχέεται από παντού. Η διάσταση πολιτικής ηγεσίας και λαϊκού σώματος διευρύνεται συνεχώς, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις. Το κυρίαρχο συναίσθημα που καταγράφεται είναι απελπισία συνοδευόμενη από μεγάλη οργή. Το κατώτερο των περιστάσεων πολιτικό προσωπικό, δέσμιο της ευρω-νατοϊκής πολιτικής, είναι σκιά ακόμα και των παλιών πολιτικών ηγετών που κάποτε τους αναθεματίζαμε γιατί ελπίζαμε σε κάτι καλύτερο.

Όπως άβουλη η ελληνική κυβέρνηση περίμενε τον εκφυλισμό του Κεμαλικού κινήματος κάτω από το βάρος των οικονομικών και κοινωνικών πιέσεων και την στήριξη των δυτικών της συμμάχων, έτσι και σήμερα περιμένουμε να «συνετισθεί» ο Ερντογάν από τους νατοϊκούς ή να καταρρεύσει η οικονομία της Τουρκίας… Το θεάρεστο έργο αυτής της παραπληροφόρησης επιτελούν καθημερινά τα παπαγαλάκια των καναλιών.

Τέλος, ο μικρασιατικός πόλεμος έχει έντονη και την μυρωδιά του πετρελαίου, η οποία είναι έντονη και στους σημερινούς ενεργειακούς ανταγωνισμούς στην περιοχή μας με την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας.

Κατά τον Σ. Καργάκο, στο ίδιο αφιέρωμα: «Ο πόλεμος επιφανειακά και σε επίπεδο θυμάτων και πτωμάτων ήταν όντως πόλεμος Ελλάδος-Τουρκίας, στο βάθος ήταν πόλεμο ανάμεσα σε τρεις εταιρείες πετρελαίου: της αμερικανικής Standard Oil, της αγγλο-ολλανδικής Royal Dutch Shell και ενός ισχυρού ομίλου γαλλικών κεφαλαίων. Σωστά, λοιπόν, ονομάστηκε η μικρασιατική εμπλοκή σαν «Πόλεμος των Τριών Αδελφών», ήτοι των τριών αδελφών πετρελαίου. Την ώρα που η Ελλάς διευρύνει τον πόλεμο κατά του Κεμάλ (Ιούλιος 1920), αποκαλύπτεται πως Αγγλία και Γαλλία με μυστική συμφωνία στο Σαν Ρέμο είχαν μοιράσει μεταξύ τους τα πετρέλαια της Τουρκίας. Η διεύρυνση των πολεμικών επιχειρήσεων δεν ήταν αποτέλεσμα επιτελικού σχεδιασμού, αλλά ξένων οικονομικών αναγκαιοτήτων».

Άλλωστε και ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως χαρακτηρίστηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος - ανεξάρτητα από αφορμές και μικρές αιτίες - ξεκίνησε από το «ξεφλούδισμα της Αγκινάρας». Έτσι είχε ονομαστεί στην διεθνή πολιτική η πρακτική της υφαρπαγής εδαφών ή πηγών πλούτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σήμερα έχουμε ένα ανάλογο «ξεφλούδισμα» στον κόσμο, μόνο που τώρα -πέρα από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές Δυνάμεις- μπαίνουν σ’ αυτό και οι νέοι οικονομικοί γίγαντες της Ευρασίας.

Όμως, τα μεγέθη των Δυνάμεων (τότε και τωρινά) είναι διαφορετικά. Πρώτον, τα αριθμητικά δεδομένα δεν ήσαν άνισα (8 εκ. Έλληνες εναντίον 10 εκ. Τούρκων της Ανατολίας). Δεύτερον, ο στρατός μας ήταν άρτια οργανωμένος, εξοπλισμένος και προσαρμοσμένος στις νέες συνθήκες πολέμου. Επιπλέον, είχε τον αέρα του νικητή, από τις μάχες ’12-’13, ενώ σήμερα υπάρχει το σύνδρομο της ήττας και της προδοσίας του ‘74. Τρίτον, διαθέταμε αξιόλογο ναυτικό, ενώ ο Κεμάλ δεν είχε ούτε… φελούκα!  

Η ομοιότητα που μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει είναι ότι η Τουρκία ήταν διχασμένη σε Κεμαλιστές-Σουλτανικούς, όπως και σήμερα υπάρχει ο ανταγωνισμός Ερντογανικών-Γκιουλενιστών.

Ένας άλλος παραλληλισμός που μπορεί να γίνει είναι ο ανθελληνικός ρόλος πολλών δυτικών μέσων ενημέρωσης. Αυτή την πτυχή του μικρασιατικού δράματος την αποκάλυψε ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στην Σμύρνη, Τζωρτζ Χόρτον, σε επίσημη έκθεση προς το Στέητ Ντηπάρτμεντ, στις 18 Σεπτεμβρίου 1922. Αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Προς εμπιστευτικήν ενημέρωσιν της Υπηρεσίας, αναφέρω, ότι υπάρχει ωργανωμένη φιλοτουρκική προπαγάνδα με έδραν την Κωνσταντινούπολιν, την οποίαν υπηρετούν πολλοί εκ των εις την Μικράν Ασίαν ανταποκριτών. Ήκουσα Αμερικανούς ανταποκριτάς να λέγουν, ότι πρέπει να σπεύσουν να επιστρέψουν εις την Κωνσταντινούπολιν δια να τους στείλουν εις το εσωτερικόν της Μικράς Ασίας και να περιγράψουν τας ακρότητας των Ελλήνων. Μου ενεποίησε τρομακτικήν εντύπωσιν το γεγονός, δημοσιογράφοι ευρισκόμενοι ενώπιον ενός εκ των μεγαλυτέρων και πλέον συγκλονιστικών δραμάτων της Ιστορίας, να αναζητούν κάτι άλλο προς μείωσιν της εντυπώσεως» (Γιάννης Καψής, Χαμένες Πατρίδες, σελ.297).

Η θύμιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της τελικής αποτυχίας και της τραγωδίας που ακολούθησε για τον Ελληνισμό της Ανατολής έχει μεγάλη σημασία σήμερα, όχι για να κλάψουμε τα χαμένα αλλά για να τονίσουμε ότι ΔΕΝ θα ξεχάσουμε ποτέ την Ιωνία όσες 100άδες χρόνια να περάσουνε. Την ελληνική αυτή μάνα Γη όπου από την απώτερη αρχαιότητα έγιναν εκεί διεργασίες που καθόρισαν την ιστορία του Ελληνισμού, της Ευρώπης και όλου του κόσμου για χιλιάδες χρόνια. Εκεί γεννήθηκε η ελληνική φιλοσοφία και το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.

Γίνεται, επίσης, για την ενεργή κατανόηση αυτής της ιστορίας, των γεγονότων και των αιτιών τους ώστε να βγουν τα κατάλληλα διδάγματα για τον σημερινό γεωπολιτικό περίγυρο και τις διπλωματικές εξελίξεις στις οποίες, όπως τότε, έτσι και τώρα καθοριστικό ρόλο παίζει ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών.

Η υπόθεση της Μικρασίας ήταν μια αποστολή που ο ελληνικός λαός είχε τάξει σαν προορισμό του. Ο Βενιζέλος, όμως, πήγε στην Μικρά Ασία, έχοντας την υποστήριξη της Αγγλίας, συνταυτίζοντας τα συμφέροντα της Ελλάδας με αυτά της Αντάτ και της Αγγλίας… τελικά η Ελλάδα βρέθηκε χωρίς συμμάχους. Ο στρατός μας από το Σκρα έφθασε μέχρι την Προύσα στην Ανατολή χωρίς να χάσει 1 μάχη… Η ανίκητη αυτή στρατιά ΔΕΝ ηττήθηκε αλλά προδόθηκε, όπως το είπε ο ίδιος ο Κεμάλ, το 1923, στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση.

Είναι συνταρακτική η στιγμή που μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύχτας από την ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου αντήχησε το στρατιωτικό σάλπισμα της «αποχώρησης», σημαίνοντας το οριστικό τέλος μιας ελληνικής ιστορίας χιλιετιών στην Ανατολή. Ακόμα κι ένας ξένος δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στον άδικο διωγμό ενός ολόκληρου έθνους από την μάνα Γη του εξ αιτίας της προδοσίας μικρόψυχων ηγετών… Αυτό που ξαναείδαμε να συμβαίνει το 1974 στην τραγωδία της Κύπρου.

Δεν πρέπει να επιτρέψουμε ποτέ να ακουστεί σήμερα το πένθιμο αντίο σε καμμιά ελληνική γη. Τα ψέμματα τελειώσανε για τον ελληνικό λαό που οφείλει να επαγρυπνεί και να μην επιτρέψει στην πολιτική του ηγεσία να ξοδέψει ξανά την Ελλάδα στον ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου.

 

Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.184 – Νοέμβριος 2022

 

1 σχόλιο: