Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Εν όψει Μόσχας: Ανοικτή Επιστολή στον Πρωθυπουργό

Εν όψει Μόσχας: Ανοικτή Επιστολή στον Πρωθυπουργό

Αγαπητέ Αλέξη,
Συνεχίζω απτόητος στον ρόλο μου του αυτόκλητου ενοχλητικού συμβουλάτορα ως ενεργός πολίτης που αγωνιά και επιλέγει αυτόν τον άχαρο τρόπο για να συμμετέχει στην διέξοδο της Χώρας από τα σημερινά της χάλια.
Αφορμή μου δίνει πάλι ταξίδι σου, αυτή τη φορά επιβεβλημένο και καλοδεχούμενο, αλλά και η κομβική καμπή της διαπραγμάτευσης με το ΔΝΤ και τους ‘εταίρους’ που κρύβονται πίσω από τους ‘θεσμούς’.
Δεν αντιλαμβάνομαι τη σχέση μας με τη Ρωσία μόνο ως ‘γεωπολιτικό χαρτί’ στην διαπραγμάτευση για το χρέος και γενικότερα για τους όρους παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής στρατηγικής που χρειάζεται επί τέλους η Χώρα για να κατακτήσει την εθνική της κυριαρχία, όρο εκ των ων ουκ άνευ για όλα τα υπόλοιπα. Αν το οδυνηρό ‘τέλος της Μεταπολίτευσης’ μας δίδαξε κάτι, αυτό είναι η χρεοκοπία του δόγματος ‘ανήκομεν στη Δύση’, που μπορεί να είχε λόγο ύπαρξης -έστω εριζόμενο- μέχρι την επανένωση της Γερμανίας και της Ευρώπης, αλλά σίγουρα αποτέλεσε ολέθρια τροχοπέδη εφεξής. Αν δηλαδή αποτέλεσε, στην σύλληψη και αρχική του εφαρμογή, αναγκαστική προσαρμογή της Χώρας στις τότε επικρατούσες συνθήκες, η διατήρησή του μετά το 1990 αποτέλεσε προϊόν αδυναμίας εκτίμησης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες, αδυναμίας οφειλόμενης τόσο στην παρακμή και διαφθορά του ντόπιου πολιτικού συστήματος όσο και στην κατίσχυση του ‘ευρωατλαντισμού’ και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του λεγόμενου ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’.
Με καθυστέρηση εικοσιπέντε χρόνων και με ό,τι αυτό συνεπάγεται, βρισκόμαστε σήμερα -δυνάμει- στην αυγή μιας νέας εποχής για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την ανθρωπότητα και κατά την συνήθη ειρωνεία της ιστορίας, λόγω και της καθυστέρησης αυτής, στην πρωτοπορία του κινήματος αντίστασης και ανατροπής του καθεστώτος καπιταλιστικής βαρβαρότητας που επικρατεί εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τόσο η εντολή της 25ης Ιανουαρίου όσο και οι εκδηλώσεις και οι διαθέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού μετά τις εκλογές αλλά και οι προσδοκίες της διεθνούς κοινής γνώμης, όσο βέβαια επιτρέπουν τα διαπλεκόμενα μέσα να εκφραστεί, επιφορτίζουν την Ελληνική Κυβέρνηση και εσένα προσωπικά με την ιστορική ευθύνη να μην αρκεστείτε σε μιά καλλίτερη διαχείριση της κρίσης αλλά στην αξιοποίησή της ως ευκαιρίας για να περάσουμε στην αντεπίθεση και στην Πολιτική. Μέχρι σήμερα όμως πατάμε σε δυό βάρκες. Αφενός στις δηλώσεις και τις διακηρύξεις και κάποιες πράξεις που μας καθιστούν εθνικά υπερήφανους και κοινωνικά αισιόδοξους και αφετέρου στον εγκλωβισμό σε μια διαπραγμάτευση που διεξάγεται στο γήπεδο του αντιπάλου όπου η συνεχής άμυνα μας οδηγεί στην απανωτή επαναχάραξη επί το δυσμενέστερο των ‘κόκκινων γραμμών’ μας.
Αυτή η τακτική υπαγορεύεται από την έλλειψη εθνικής στρατηγικής, από τον εγκλωβισμό της Κυβέρνησης και μεγάλου μέρους του ΣΥΡΙΖΑ στα αδιέξοδα του ‘ευρωατλαντισμού’ σε βαθμό να μην τολμά να αμφισβητήσει ούτε τη θέση της Χώρας στην Ευρωζώνη, πόσο μάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τι άλλο όμως περιμένουμε να μας συμβεί για να επανεξετάσουμε τη θέση της Χώρας στον κόσμο από μηδενική βάση; Τι αλήθεια σημαίνει η σωστή θέση ότι άν φτάσουμε στο δίλημμα να επιλέξουμε μεταξύ των υποχρεώσεων του Κράτους προς την Κοινωνία και τους πολίτες και προς τους δανειστές θα επιλέξουμε το πρώτο; Μήπως δεν έχουμε από καιρού φτάσει στο σημείο αυτό;
Αλέξη, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας σήμερα έχεις την ιστορική ευκαιρία, θα έλεγα την ιστορική επιταγή, να σκέφτεσαι και να δρας κατ’ αρχήν με όρους εθνικοαπελευθερωτικούς και δευτερευόντως -δίχως αυτό να μειώνει τη σημασία τους- με όρους ταξικούς και διεθνιστικούς αν θες να συνεγείρεις τον λαϊκό παράγοντα και να κινητοποιήσεις την διεθνή αλληλεγγύη, όρους αναγκαίους για να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς το καθεστώς της Ουάσιγκτων, του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Πρώτη όμως προϋπόθεση γιά όλα αυτά είναι η υπέρβαση του συνεχιζόμενου εμφυλίου της ελληνικής Αριστεράς, δυνατότητα που θα προσφέρει η χάραξη νέας εθνικής στρατηγικής από μηδενική βάση, με αποκλειστικό γνώμονα τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Χώρας.
Υπό αυτό το πρίσμα αντιλαμβάνομαι τη σημασία και τον χειρισμό του εθνικού ζητήματος των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Γι’ αυτό δεν είμαι ικανοποιημένος από τη συνάντηση του Βερολίνου. Ήθελα να απαντήσεις στην Καγκελάριο ότι από τη στιγμή που το θέτεις εσύ, εκτός από ηθικό είναι ταυτόχρονα εξόχως πολιτικό το θέμα και βεβαίως και νομικό. Αλλά συν τοις άλλοις δεν είναι μόνο διμερές θέμα αλλά διεθνές και αφορά κατ’ αρχήν στις νικήτριες δυνάμεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οπότε είναι θέμα που κατ’ εξοχήν οφείλεις να θέσεις στον Πρόεδρο Πούτιν και να επιμείνεις σε κοινή δήλωση επ’ αυτού. Ως πολιτικό θέμα υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατόν να αποτελέσει τη λυδία λίθο για τη σφυρηλάτηση της νέας ‘εαμικής’ εθνικής ενότητας και την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο. Έτσι εννοώ εγώ την πολιτική διαπραγμάτευση με τους ‘εταίρους‘ και τους ‘θεσμούς‘ και έτσι πιστεύω ότι μπορούμε όχι απλά να ανασάνουμε ως κοινωνία και οικονομία αλλά να ανασυγκροτηθούμε ως Πολιτεία και να αναγεννηθούμε ως Έθνος και ως Λαός.

Με πίστη και ελπίδα
Γιάννης Μαύρος

1 σχόλιο:

  1. ΣΥΜΦΩΝΩ ΜΕ ΤΟΝ κ. ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΟ . ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΩΝ ΑΠΑΞ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ κ. ΜΕΡΚΕΛ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΘΕΜΑ ΔΙΕΘΝΕΣ . ΤΕΛΙΚΩΣ ΝΑ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΗΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΠΟΥΤΙΝ , ΟΜΠΑΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΙΝΕΖΟ ΠΡΟΕΔΡΟ . ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΛΙΓΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΘΙΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΟΠΩΣ λχ ΟΛΙΓΟΝ ΠΑΡΘΕΝΑ-ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή