Από τον ΣΥΡΙΖΑ στο νέο ΕΑΜ!
Μετά την αποτυχία της
“εξέγερσης των πλατειών” του 2011 να συγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά[1], ο Ελληνικός Λαός
ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ ως Αξιωματική Αντιπολίτευση και στη συνέχεια ως Κυβέρνηση
με βασική ‘στρατηγική’ θέση ότι υπάρχει διέξοδος για τη Χώρα από το καθεστώς
της αποικίας χρέους και των μνημονίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ.
Το άδοξο τέλος της εξάμηνης ‘διαπραγμάτευσης’, αν δεν απέδειξε τελεσίδικα το
αντίθετο, πάντως απέδειξε την απόλυτη αδυναμία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να το
επιτύχουν.
Η κριτική αποτίμηση
του γεγονότος δεν εξαντλείται στις ευθύνες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, της
Κυβέρνησης και του παραιτηθέντος Πρωθυπουργού προσωπικά, που είναι πολύ μεγάλες
και εγγίζουν -αν δεν ξεπερνούν- τα όρια της εσχάτης προδοσίας[2], αλλά περιλαμβάνει
όλους μας, όλους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σταθήκαμε απέναντι στο
καθεστώς της υποτέλειας, της αδικίας, της εκμετάλλευσης και της εξαπάτησης του
Ελληνικού Λαού. Αποτύχαμε να δημιουργήσουμε τον φορέα εκείνο, κίνημα, κόμμα,
συμμαχία, παράταξη, μέτωπο ή ότι άλλο, που θα ήταν ικανός, εκφράζοντας και
συνεγείροντας τον Ελληνικό Λαό και εμπνέοντας τους λαούς της Ευρώπης και του
Κόσμου, να εξαντλήσει τα όρια και τα περιθώρια της ΕΕ και της ΟΝΕ και στην
ανάγκη να τα υπερβεί προκειμένου να σώσει τη Χώρα και τον Λαό.
Το κενό που άφησε η
δική μας[3] αδυναμία πληρώθηκε
από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτός μετεξελίχθηκε με τις ευλογίες του συστήματος και
τώρα είναι όμηρος μιας ανίκανης αλλά και αδίστακτης ηγετικής ομάδας που
επέβαλλε, με επαίσχυντες μεθοδεύσεις, το καταστροφικό 3ο Μνημόνιο και τη νέα
δανειακή σύμβαση, δίχασε ανεπανόρθωτα το κόμμα και οδηγεί τη Χώρα σε εκλογές με
μοναδικό σκοπό την εξουδετέρωση των εσωκομματικών της αντιπάλων.
Βρισκόμαστε σε
κρισιμότατη καμπή της ιστορίας μας. Έχει χαθεί μια μάχη, στρατηγικής σημασίας,
αλλά δεν έχει χαθεί ο πόλεμος. Δεν ηττήθηκε ο Λαός. Ο Λαός άντεξε στην
συστημική τρομοκρατία και την χρηματοπιστωτική ασφυξία και διατράνωσε με το
συντριπτικό 62% το περήφανο ΟΧΙ που πανικόβαλε το καθεστώς και αποκάλυψε τους
νέους υπηρέτες του. Δεν ηττήθηκε καν η Αριστερά, αν και βεβαίως διασύρθηκε και
απαξιώθηκε σοβαρά. Ηττήθηκε ηθικά και πολιτικά η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ο
Πρόεδρος και η Κυβέρνηση, ηττήθηκε η ‘στρατηγική’ -ή καλύτερα ο ευσεβής πόθος,
η αυταπάτη- του ‘αριστερού ευρωπαϊσμού’ και του ‘αριστερού κυβερνητισμού’, το
κακέκτυπο ενός νέου ‘κομματικού ηγεμονισμού’, ενός νέου ‘βοναπαρτισμού’. Η
αντίσταση της Προέδρου της Βουλής και των βουλευτών που, παραμένοντας συνεπείς
στις δεσμεύσεις τους και στη λαϊκή εντολή, εναντιώθηκαν στο πραξικόπημα και
καταψήφισαν το νέο Μνημόνιο, όμως δείχνει ότι δεν θα γίνει εύκολα ο ΣΥΡΙΖΑ νέο
ΠΑΣΟΚ με σκοπό να στηθεί ένας νέος δικομματισμός και να δοθεί παράταση στο
καταρρέον καθεστώς της Μεταπολίτευσης που οδήγησε τη Χώρα στη χρεοκοπία, τη νέα
χούντα και τη νέα κατοχή.
Το θέμα βέβαια δεν
είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός δημιουργήθηκε ως μέσο αντίστασης στον δικομματισμό, το
νεοφιλελευθερισμό και τη ‘νέα τάξη’ και αναδείχθηκε Κυβέρνηση για να βγάλει τη
Χώρα από τα μνημόνια και ν’ανοίξει το δρόμο για μια Ελλάδα ανεξάρτητη,
δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη. Στο βαθμό που υπηρέτησε το σκοπό του ο λαός
τον αγκάλιασε και του έδωσε τη δύναμή του. Αν τώρα καταλήξει τόσο γρήγορα να
αρνηθεί τον εαυτό του υποτασσόμενος στους πραξικοπηματίες και γινόμενος νέο
ΠΑΣΟΚ θα έχει πολύ γρήγορα την τύχη του πρωτοτύπου και ο λαός θα αναζητήσει και
θα επιβάλλει εναλλακτικές λύσεις. Αυτό φοβούνται οι επισπεύδοντες τις εκλογές.
Θέλουν να προλάβουν μην προλάβει ο λαός και αντιδράσει και έχουν το θράσος να
υποκρίνονται ... δημοκρατικές ευαισθησίες!
Απέναντι στις
εξελίξεις των τελευταίων μηνών και των τελευταίων ημερών διανοίγονται δύο
επιλογές για όσους δεν πτοούνται στα δύσκολα και δεν το βάζουν κάτω. Η πρώτη,
τακτικής φύσεως, επιτάσσει τον άμεσο σχηματισμό κοινοβουλευτικής ομάδας με
διττό σκοπό: πρώτον να εξασφαλίσει τα εκ του νόμου προνόμια εν όψει εκλογών,
δεδομένου ότι οι διαφωνούντες θα αποκλειστούν από τις λίστες του ΣΥΡΙΖΑ[4] και δεύτερον να
λάβει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διερευνητική εντολή και να προτείνει τον
σχηματισμό Κυβέρνησης ειδικού σκοπού και συγκεκριμένα Κυβέρνηση που θα αναλάβει
να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές με απλή αναλογική και συνθήκες που θα επιτρέψουν
την ελεύθερη διαμόρφωση και έκφραση της βούλησης του Ελληνικού Λαού. Η επιλογή
αυτή είναι αμυντική και στόχο έχει όχι μόνο την κοινοβουλευτική διάσωση των
διαφωνούντων αλλά την υπεράσπιση της Δημοκρατίας από τους νεόκοπους
πραξικοπηματίες.
Η δεύτερη επιλογή,
στρατηγικής φύσεως, αφορά στη δημιουργία ενός πανεθνικού και παλλαϊκού
απελευθερωτικού και αναγεννητικού μετώπου, ενός νέου ΕΑΜ. Μέχρι σήμερα, ενώ οι
αντικειμενικές συνθήκες μετά το 2010 ήταν πρόσφορες για κάτι τέτοιο, οι
υποκειμενικές υστερούσαν δραματικά.[5] Οι τελευταίες
εξελίξεις, τόσο το στρατηγικό αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η εμμονή της ηγετικής του ομάδας να διατηρηθεί στην
εξουσία πάση θυσία και να κρατήσει τη Χώρα στην Ευρωζώνη με οποιοδήποτε κόστος
-οι δύο βασικές αιτίες της αδυναμίας της πρώην Κυβέρνησης να διαπραγματευτεί
ουσιαστικά-[6] και βεβαίως το
Δημοψήφισμα και το πραξικόπημα που ακολούθησε, έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα,
έχουν ριζοσπαστικοποιήσει σημαντικές δυνάμεις του Ελληνικού Λαού και έχουν
ωριμάσει κατά πολύ τις υποκειμενικές συνθήκες, τόσο στη βάση όσο και σε επίπεδο
ηγεσιών, για τη δημιουργία του νέου ΕΑΜ. Η επιλογή αυτή είναι επιθετική και
στόχο έχει την ανάληψη της εξουσίας για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, τη
διαφύλαξη και διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, την υπεράσπιση των αδύναμων
τάξεων και στρωμάτων της κοινωνίας, την ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος
του λαού μας[7], τις θεσμικές
μεταρρυθμίσεις και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μας.
Είναι βέβαιο ότι τα
παραπάνω δεν μπορούν να επιτευχθούν υπό τις σημερινές συνθήκες εντός της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσω μάλλον εντός της Ευρωζώνης. Το νέο ΕΑΜ όμως, αν θέλει
να είναι πανεθνικό και παλλαϊκό, δεν πρέπει να ταχθεί κατ’ αρχήν ούτε υπέρ ούτε κατά της παραμονής της Χώρας στην ΕΕ και
στο Ευρώ. Πρέπει να ταχθεί ανυποχώρητα υπέρ των στρατηγικών στόχων που
προαναφέρθηκαν ό,τι και αν αυτό
συνεπάγεται. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί και
πρέπει να έχει δύο τακτικές. Να μην σπεύσει να εγκαταλείψει την ΕΕ και το
Ευρώ αλλά να προβή σε όλες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για την πιθανότατη
περίπτωση που χρειαστεί να το πράξει. Να εξαντλήσει τα περιθώρια επίτευξης
παραχωρήσεων εντός ΕΕ και Ευρώ, καθώς και τις δυνατότητες θεσμικών
μεταρρυθμίσεων αμφοτέρων και να επιλέξει αυτό, στο μέτρο του δυνατού, τον χρόνο
και τον τρόπο εξόδου, αν τούτη καταστεί αναπόφευκτη, έχοντας στο μεταξύ
επιδιώξει να μην είμαστε η μόνη χώρα που θα αποχωρήσει.
Είναι βέβαιο ότι
κινήσεις αυτής της εμβέλειας προϋποθέτουν πανεθνική και παλλαϊκή στήριξη αν όχι
ομοψυχία καθώς και ισχυρές διεθνείς
συμμαχίες και δεν μπορούν να είναι υπόθεση οποιασδήποτε ‘κυβέρνησης της
Αριστεράς’.
Είναι βέβαιο επίσης
ότι το νέο ΕΑΜ είναι εγχείρημα μακράς πνοής, δεν μπορεί να στηθεί στο πόδι, υπό
το κράτος του εκβιασμού των πρόωρων εκλογών, για να διεκδικήσει αντιπολιτευτικά
ή κυβερνητικά οφίτσια στα πλαίσια του συστήματος.
Η επίσπευση όμως των
εκλογών και η δημιουργία νέας κοινοβουλευτικής ομάδας και νέου κόμματος μπορούν
να δράσουν ως καταλύτης για την αλλαγή
του πολιτικού σκηνικού και την αφύπνηση του λαϊκού κινήματος και να
επιταχύνουν αποφασιστικά τις διαδικασίες δημιουργίας του νέου ΕΑΜ.
Θα ήμασταν
ασυγχώρητοι αν δεν αδράξουμε την ευκαιρία.
Με σοβαρότητα και
υπευθυνότητα.
VENCEREMOS!
Αθήνα, 20 Αυγούστου
2015
*Γιάννης Μαύρος
ιδρυτικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ
μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της
Γερμανίας προς την Ελλάδα
[1] Κυρίως
μέσα από το κίνημα των “Σπιθών” και την πρωτοβουλία “ΕΛ.ΛΑ.Δ.Α”
[2] Δεν είναι
μόνο η αθέτηση των υποσχέσεων και των δεσμεύσεων, είναι η ευθεία παραβίαση της
εντολής του Ελληνικού Λαού της 25/1 και -κυρίως- το διαρκές πραξικόπημα με το
οποίο παραβιάστηκε κατάφωρα η λαϊκή εντολή του Δημοψηφίσματος της 5/7,
πραξικόπημα που ξεκίνησε με τη ‘σύσκεψη των αρχηγών’ υπό τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας την επομένη του Δημοψηφίσματος που μετέτρεψε απροσχημάτιστα το ΟΧΙ
σε ΝΑΙ, συνεχίστηκε με τη ‘συμφωνία’ των Βρυξελλών της 12/7, κλιμακώθηκε με τις
ψηφοφορίες των προαπαιτουμένων στη Βουλή στις 15/7 και 22/7, σφραγίστηκε με την
υπερψήφιση-παρωδία του 3ου Μνημονίου στη Βουλή στις 14/8 και επιχειρείται να
‘νομιμοποιηθεί’ με την εσπευσμένη προσφυγή σε νέες εκλογές....
[3] Οι ευθύνες
δεν ισομοιράζονται. Προφανώς όλοι μας είμαστε συνυπεύθυνοι αλλά διαφορετικές
ευθύνες έχει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η ‘εσωκομματική αντιπολίτευση’, το
ΚΚΕ, οι ΑΝΕΛ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΠΑΜ και οι μικρότερες οργανώσεις και κινήσεις του
‘αντιμνημονιακού‘ χώρου.
[4] Είναι γνωστό
ότι ο εκλογικός νόμος προβλέπει ότι σε περίπτωση διεξαγωγής εκλογών σε διάστημα
μικρότερο των 18 μηνών από τις προηγούμενες, θα ισχύει το σύστημα της λίστας
αντί του σταυρού προτίμησης.
[5] Αυτό είτε
για λόγους ανεπάρκειας είτε για λόγους εναντίωσης οφειλόμενης είτε σε
ιδιοτέλειες είτε σε ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, με προεξάρχουσα τη στάση
έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ.
[6] Και ίσως
ένας από τους λόγους της επιλογής Βαρουφάκη για να θολώσουν τα νερά με τον
περισπασμό της κοινής γνώμης στο επικοινωνιακό φαίνεσθαι αντί της ουσίας που
ήταν η εξ’ αρχής παραίτηση της Κυβέρνησης από τη δέσμευσή της για τη διαγραφή
του χρέους, το μορατόριουμ αποπληρωμής του και τη ρήτρα ανάπτυξης και ο
εγκλωβισμός της στην τεχνοκρατική
διαδικασία του Eurogroup με τη ρητή
αναγνώριση του χρέους, την παραίτηση από κάθε μονομερή ενέργεια και την εστίαση
στα πρωτογενή πλεονάσματα και στους τρόπους επίτευξής τους, και όλα αυτά
μάλιστα δίχως ανταλλάγματα, ούτε καν την εξασφάλιση στοιχειώδους ρευστότητας,
με τα γνωστά αποτελέσματα.
[7] Εκτός από
την απόδοση ευθυνών για τη σημερινή κατάντια της Χώρας, αυτό επιτάσσει την
αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης και τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας
προς την Ελλάδα, ήτοι το λεγόμενο ‘κατοχικό δάνειο’, τις πολεμικές
επανορθώσεις, τις αποζημιώσεις προς τις οικογένειες των θυμάτων των 89
τουλάχιστον ολοκαυτωμάτων και τον επαναπατρισμό των κλαπέντων πολιτισμικών
θησαυρών. Είναι αξιοπερίεργο και πάντως θλιβερό το γεγονός ότι η Κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά τα λόγια, στην πράξη δεν
διεκδίκησε τις γερμανικές οφειλές, απεμπολώντας έτσι, εκτός των άλλων
(αξιοπιστία, σεβασμό κλπ) το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να
έχει όχι μόνο έναντι των ‘εταίρων‘ αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης.
Σημειωτέον ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο διμερές και οφείλει να τεθεί κατ’αρχήν
στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου