Η νεοφιλελεύθερη
εκδοχή της παιδείας
της Αιμιλίας
Σαλβάνου*
Αν δεν
επρόκειτο να
παρουσιαστεί από τους Κυριάκο Μητσοτάκη,
Αννα Διαμαντοπούλου και Θάνο Βερέμη,
το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη «Εκπαίδευση:
ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει»
θα περνούσε απαρατήρητο. Παρουσιασμένο
συμβολικά χθες, ημέρα που άνοιξαν τα
σχολεία, το βιβλίο αποτελεί νεοφιλελεύθερο
ιδεολογικό μανιφέστο.
Προαιώνιος
εχθρός; Ο δημόσιος χαρακτήρας της
εκπαίδευσης. Πηγή όλων των προβλημάτων
που αντιμετωπίζει η παιδεία; Ο κρατικός
έλεγχος που εμποδίζει την ιδιωτική
πρωτοβουλία. Ο ανταγωνισμός το μόνο
αντίδοτο.
«Τίποτα δεν
παρέχεται δωρεάν» («there is no free meal»). Οι
μαθητές που δεν έχουν το αντίτιμο του
γεύματός τους στο σχολείο να σκουπίζουν
την τραπεζαρία. Με την ίδια λογική,
δίδακτρα στα πανεπιστήμια, για να
εκτιμούν οι φοιτητές τη γνώση. Να σταθούμε
σε δύο μεγάλα ζητήματα: το ένα είναι η
ελεύθερη επιλογή σχολείου και το άλλο
είναι ποιό μοντέλο πολίτη και κοινωνίας
προτείνει.
Ωραία ακούγεται
η ελεύθερη επιλογή σχολείου, δεν είναι
καινούργια, έχει ήδη εφαρμοστεί σε χώρες
της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, με χαρακτηριστικότερα
τα charter schools, σχολεία δηλαδή που
χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, αλλά
λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Μοντέλο
εκπαίδευσης που ευθυγραμμίζεται με την
προώθηση της αξιολόγησης της σχολικής
μονάδας και των εκπαιδευτικών ως προς
την επίτευξη στόχων με βάση την απόδοση
των μαθητών σε συγκεκριμένες εξετάσεις.
Εχει δεχτεί ισχυρή κριτική, ακόμη και
από πολιτικούς που είχαν πρωτοστατήσει
στην εφαρμογή του.
Η εξάρτηση της
αξιολόγησης (και συνεπώς της χρηματοδότησης)
του σχολείου από τις επιδόσεις των
μαθητών του σε εξετάσεις οδήγησε σε
εντατικοποίηση των σπουδών, αλλά το
κυριότερο σε αποσπασματικότητα της
γνώσης: δινόταν όλο το βάρος στα
«εξεταζόμενα» μαθήματα και παραμελούνταν
όλα τα υπόλοιπα ως μη σημαντικά (όπως η
ιστορία, η λογοτεχνία, η γεωγραφία, οι
φυσικές επιστήμες, οι ξένες γλώσσες, η
αγωγή του πολίτη και τα καλλιτεχνικά
μαθήματα).
Τα ιδιωτικά
σχολεία από την πλευρά τους επέλεγαν
τους μαθητές τους με βάση το κατά πόσο
εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να
ανταποκριθούν στους στόχους του σχολείου.
Η επιλογή των
μαθητών με βάση τα οικονομικά τους
αναδείχθηκε σε κανονικότητα. Με μόνη
την υποψία ότι οι μαθητές δεν θα τα
κατάφερναν, απορρίπτονταν εξαρχής και
όσοι δυσκολεύονταν αναγκάζονταν να
αλλάξουν σχολείο.
Το επιχείρημα
ότι η ελευθερία επιλογής σχολείου θα
ευνοήσει την κοινωνική κινητικότητα
και θα επιτρέψει σε παιδιά χαμηλότερων
οικονομικών στρωμάτων να φοιτήσουν στα
(καλύτερα) ιδιωτικά σχολεία δεν ευσταθεί.
Η εμπειρία έχει
δείξει ότι αυτό που θα συμβεί είναι τα
«καλά» ιδιωτικά σχολεία θα διαμορφώσουν
προγράμματα σπουδών που θα είναι πολύ
ακριβότερα από τα κουπόνια εκπαίδευσης
και συνεπώς θα αποκλείουν εξ ορισμού
τα παιδιά των μεσαίων στρωμάτων.
Ετσι, θα έχουμε
μια απότομη μετακίνηση των μαθητών που
προέρχονται από ευνοημένα κοινωνικά
στρώματα σε ιδιωτικά σχολεία ή σε δημόσια
σχολεία που έχουν αξιολογηθεί στην
κορυφή της κλίμακας και, συνεπακόλουθα,
θα δημιουργηθούν σχολεία δεύτερης
κατηγορίας όπου θα φοιτούν όλοι οι
υπόλοιποι.
Και βεβαίως
αντίστοιχες θα είναι οι συνέπειες για
τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι θα με
βάση την ίδια λογική θα επιδιώκουν μια
θέση εργασίας στα «καλά» σχολεία.
Στο καινούργιο
πλαίσιο σπάει η σχέση μαθητή-δασκάλου
και δασκάλου-μαθητή. Η σχέση αυτή, που
δεν περιορίζεται μόνο στις γνώσεις,
αλλά περιλαμβάνει αξίες, προσωπικό
δεσμό, συναίσθημα, είναι πρωταρχική στη
διαδικασία της μάθησης. Μόνο ακαλλιέργητοι
νεόπλουτοι έχουν την πολυτέλεια να την
αγνοούν.
Η υιοθέτηση των
κουπονιών εκπαίδευσης αποτελεί μια
απροσχημάτιστη πριμοδότηση της
αναπαραγωγής της ανώτερης και μεσαίας
τάξης σε βάρος των λιγότερο προνομιούχων
και υπονομεύει κάθε δυνατότητα κοινωνικής
κινητικότητας.
Οι σχετικά
εύποροι θα έχουν τη δυνατότητα, με
δημόσια χρηματοδότηση μάλιστα, να
παρακολουθούν σχολεία με πλουσιότερα
εκπαιδευτικά περιβάλλοντα από πλευράς
ερεθισμάτων και υποδομών, ενώ οι υπόλοιποι
θα μένουν εγκλωβισμένοι στα σχολεία
που τηρούν τα ελάχιστα παιδαγωγικά
κριτήρια που θα θέτει το κράτος.
Η υπονόμευση
αυτή βρίσκεται άλλωστε –συγκαλυμμένα
αλλά οργανωτικά– στον πυρήνα αυτών των
επιλογών. Η αντιμετώπιση των μαθητών
και των γονιών τους ως «πελατών»
(Μητσοτάκης) και των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων ως «παρόχων εκπαιδευτικών
υπηρεσιών» απογυμνώνει την εκπαίδευση
από τις ανθρωπιστικές αξίες.
Τι είδους
εκπαίδευση είναι αυτή που «διασώζει»
τους ευνοημένους από την καθυστέρηση
που «προκαλούν» οι λιγότερο ευνοημένοι;
Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να περιοριστεί
στα στενά πλαίσια της «ίσης δαπάνης για
κάθε παιδί» από το κράτος που εξασφαλίζει
το κουπόνι.
Αν η Φινλανδία
θεωρείται παράδειγμα καλής εκπαίδευσης,
είναι γιατί στον πυρήνα της εκπαιδευτικής
πολιτικής δεν βρίσκεται ο ανταγωνισμός,
αλλά η συνεργασία.
Από την προσχολική
εκπαίδευση μέχρι το διδακτορικό είναι
δημόσια. Η αυτονομία στις σχολικές
μονάδες, ο σεβασμός της διαφορετικότητας
των μαθητών και η αντικατάσταση του
ανταγωνισμού από την υποστήριξη είναι
βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος.
Η φοίτηση είναι
εντελώς δωρεάν, συμπεριλαμβάνοντας τα
γεύματα των μαθητών και τη μεταφορά
τους. Αλλά αυτό που έχει κυρίως σημασία
είναι η πρόταξη της προόδου της ομάδας
έναντι της ατομικής επίδοσης, η διαμόρφωση
πολιτών με δεξιότητες κοινωνικής
συνύπαρξης έναντι ανταγωνιστών σε
περιβάλλοντα αγοράς.
Το μοντέλο έδωσε
καταπληκτικά αποτελέσματα και έφερε
τη Φινλανδία στις υψηλότερες θέσεις
της κατάταξης της PISA.
Αξίζει δε να
σημειωθεί ότι το πολιτικό πρόταγμα της
εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που
εφαρμόστηκε στη χώρα τη δεκαετία του
1980 δεν ήταν η αριστεία, που ήρθε ως
συνέπεια, αλλά η καταπολέμηση της
κοινωνικής ανισότητας.
Ομως το
βιβλίο του
Αβραντίνη δεν απευθύνεται στους μαθητές,
αλλά στους αγχωμένους για την επιτυχία
των παιδιών τους γονείς. Αυτό που τους
λέει είναι: όχι εκπαίδευση αλλά προπόνηση.
Προπόνηση όχι για να συνεργαστείς με
τον άλλο, αλλά για να τον ανταγωνιστείς.
Προτάσεις κυνικές, για μια εκπαίδευση
κυνική.
Θα συνιστούσα
σε όσους διαβάσουν το βιβλίο να δουν το
εξαιρετικό φιλμ «Ο λευκός θεός». Μιλώντας
για το πώς εκπαιδεύουν τους σκύλους για
τις κυνομαχίες, ο δημιουργός μιλά για
αυτό το μοντέλο εκπαίδευσης που, αντί
να σμιλεύει προσωπικότητες, ακονίζει
τα δόντια των παιδιών.
*ιστορικός
Το άρθρο
δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των
Συντακτών, την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016,
κάτω απ' τον τίτλο "Οι γάτες δεν
γαυγίζουν αλλά οι σκύλοι δαγκώνουν".
Το εικαστικό
έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση
(δισέλιδο από παλαιότερο Αναγνωστικό
βιβλίο) είναι δημιουργία του Κώστα
Γραμματόπουλου.
[Πηγή: Αντίφωνο,
21/09/2016]
Το βέλτιστο σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις είναι η ισορροπία, που αποτελεί το πλαίσιο που περικλείει όλους τους κανόνες που διέπουν τις οντότητες της φύσης. Η ισορροπία αυτή οδήγησε τον Αριστοτέλη στην περίφημη μεσότητα της αρετής αλλά και στο "... φύσει δε μη" το οποίο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όταν τα πράγματα ξεπερνούν, σε ισορροπία, τα όρια ανοχής (την μεσότητα). Υπό αυτή την έννοια και σχετικά με την παιδεία, ο κρατισμός, η ιδιωτικοποίηση, η άνευ όρων δωρεάν και η υπερβολικά αμειβόμενη είναι ακραίες καταστάσεις εκτός ισορροπίας. Το βέλτιστο είναι ο συνδυασμός δημόσιας και ιδιωτικής παιδείας με δίδακτρα υπό όρους και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Το λάθος των σύγχρονων επιστημόνων είναι ότι σε θέματα σημαντικά, όπως είναι η παιδεία, δεν λαμβάνουν υπόψη τον κυρίαρχο παράγοντα της όλης διαδικασίας, που είναι η εναρμόνιση με τη Φύση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ. Ν. Χατζόπουλος
Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Για να εμπεδώσεις τη Νέα Τάξη Πραγμάτων πρέπει η παιδεία να προσαρμοστεί στις επιταγές της σκλαβοποίησης - παγκοσμιοποίησης. Πρέπει να πλήξεις το ανθρωποκεντρικό σύστημα και να προβάλεις την ομορφιά της ανταγωνιστικότητας των αγορών. Ψάχνοντας τα βιβλία διακρίνεις έμμεσα πλην σαφώς την προσπάθεια αποδόμησης του αξιακού μας συστήματος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτέργιος Σμυρλής