Νέος κύκλος βίας στην Παλαιστίνη;
Τα
τελευταία χρόνια, με τις δραματικές
εξελίξεις στον υπόλοιπο μεσανατολικό
χώρο, το παλαιστινιακό έχει περάσει σε
δεύτερη μοίρα, ξεχασμένο εντελώς κι από
τα μέσα ενημέρωσης. Φαίνεται, όμως, ότι
κάποιοι στην σιωνιστική πλευρά πιστεύουν
ότι ίσως
τώρα είναι η ευκαιρία για την οριστική
επικράτησή τους,
όπως αφήνει να εννοηθεί το άρθρο του
γνωστού ιστορικού για την Μέση Ανατολή,
Daniel
Pipes, στην
έγκυρη αμερικανο-εβραϊκή επιθεώρηση
Commentary,
ένα
από περιοδικά με την μεγαλύτερη επιρροή
στον τομέα της διεθνούς πολιτικής.
Το
Παλαιστινιακό ζήτημα ταιριάζει με την
κλασσική περιγραφή της παράνοιας: “να
κάνεις τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά,
περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα”.
Έναν αιώνα τώρα, από το 1917 που άνοιξε
αυτός ο κύκλος, μετά την Διακήρυξη
Μπάλφουρ,
Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί εμμένουν
σε στατικούς και αντίθετους στόχους.
Οι
Παλαιστίνιοι επιδιώκουν την απορριπτική
στάση μέσω τριών βασικών προσεγγίσεων:
εκθέτοντας ηθικά το Ισραήλ μέσα από τον
πολιτικό ακτιβισμό, καταστρέφοντας την
ισραηλινή οικονομία με εμπορικά μποϋκοτάζ
και, τέλος, κερδίζοντας την διεθνή
υποστήριξη, προσπαθούν να απονομιμοποιήσουν
την ισραηλινή εξουσία. Οι διαφορές
μεταξύ των πολλών παλαιστινιακών
κινημάτων είναι μόνο τακτικές.
Στην
ισραηλινή πλευρά, σχεδόν όλοι συγκλίνουν
στην ανάγκη να κερδίσουν την αποδοχή
από τους Παλαιστινίους (και από άλλους
Άραβες και Μουσουλμάνους). Οι διαφορές
βρίσκονται κι εδώ κυρίως στα ζητήματα
τακτικής.
Ο
Δαυίδ Μπεν Γκουριόν διατύπωσε μια
προσέγγιση, αυτή που ήθελε να πείσει
τους Παλαιστίνιους ότι έχουν να κερδίσουν
από τον Σιωνισμό, ο Vladimir
Jabotinsky (Βλαντιμίρ
Ζαμποτίνσκυ) πίστευε ότι οι Σιωνιστές
δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τσακίσουν
την ανυπότακτη βούληση των Παλαιστινίων.
Αυτές
οι δύο επιδιώξεις -απόρριψη και αποδοχή-
έχουν παραμείνει βασικά απαράλλακτες
για έναν αιώνα, όσο κι αν οι τακτικές
και οι πρωταγωνιστές άλλαξαν. Πόλεμοι
και Συμφωνίες πήγαιναν κι έρχονταν, με
αποτέλεσμα μικρές μόνο αλλαγές ήσσονος
σημασίας.
Οι
συμφωνίες του Όσλο γρήγορα απογοήτευσαν
και τις δύο πλευρές. Το Όσλο ήταν μια
καταστροφή... Συνεπώς, η απογοήτευση δεν
μας εκπλήσσει. Αντίθετα με ό,τι πίστευε
ο δολοφονηθείς Ράμπιν, “δεν κάνεις
(ειρήνη) με πολύ αχώνευτους εχθρούς αλλά
με πρώην
πολύ αχώνευτους εχθρούς”. Αυτό
σημαίνει, εχθρούς που έχουν πρώτα
ηττηθεί.
Αυτό
μας φέρνει στην βασική έννοια της
προσέγγισης μου, που είναι η
νίκη, ή η επιβολή της θέλησής μου στον
εχθρό,
αναγκάζοντας τον μέσω της απώλειας να
εγκαταλείψει τις πολεμικές φιλοδοξίες
του. Οι πόλεμοι τελειώνουν, όπως
αποδεικνύουν τα ιστορικά αρχεία, όχι
λόγω καλής θέλησης, αλλά μέσα από την
ήττα. Αυτός που δεν κερδίζει, χάνει. Οι
πόλεμοι τελειώνουν συνήθως όταν η
αποτυχία προκαλεί την απόγνωση στην
μία πλευρά, όταν η πλευρά αυτή εγκαταλείπει
τους πολεμικούς της στόχους και δέχεται
την ήττα, και όταν, μετά την ήττα, έχει
εξαντληθεί η θέλησή της να πολεμήσει.
Στοχαστές
και πολεμιστές, σε όλη την ιστορία,
συμφωνούν για την σημασία της νίκης ως
σωστού στόχου του πολέμου. Για παράδειγμα,
ο Αριστοτέλης έχει γράψει ότι “η νίκη
είναι το τέλος της στρατηγίας (στρατηγικής
ικανότητας)” και ο Ντουάϊτ Αϊζενχάουερ
έχει δηλώσει ότι “Στον πόλεμο, δεν
υπάρχει υποκατάστατο για τη νίκη”. Η
τεχνολογική πρόοδος δεν έχει αλλάξει
αυτή την σταθερή ανθρώπινη αλήθεια.
Στις
συγκρούσεις του εικοστού αιώνα που
έκλεισαν τελειωτικά περιλαμβάνονται
ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πόλεμος
Κίνας-Ινδίας, Αλγερίας-Γαλλίας, Βορείου
Βιετνάμ-ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας-Αργεντινής,
Αφγανιστάν-ΕΣΣΔ, και ο Ψυχρός Πόλεμος.
Η ήττα μπορεί να προκύψει είτε από
πολεμική συντριβή ή από αύξηση των
οικονομικο-πολιτικών πιέσεων. Δεν
απαιτείται πλήρης στρατιωτική ή
οικονομική καταστροφή, πολύ λιγότερο
εξόντωση του πληθυσμού.
Πράγματι,
το 1945 σηματοδοτεί μια διαχωριστική
γραμμή. Πριν από τότε, μόνο η συντριπτική
στρατιωτική υπεροχή συνέθλιβε την
θέληση του εχθρού να πολεμήσει. Έκτοτε,
είναι σπάνιες οι καθοριστικές επιτυχίες
στο πεδίο της μάχης. Η πολεμική υπεροχή
δεν μεταφράζεται, όπως γινόταν κάποτε,
στην κάμψη της αποφασιστικότητας του
εχθρού να πολεμήσει. Με όρους Κλαούζεβιτς,
το ηθικό και η θέληση κάνουν την διαφορά,
όχι τα τανκς και τα πλοία. Παρά το γεγονός
ότι οι Γάλλοι υπερτερούσαν αριθμητικά
σε άνδρες και όπλα των εχθρών τους στην
Αλγερία, όπως οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ
και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν, όλες
αυτές οι δυνάμεις έχασαν τον πόλεμο.
Αυτό
το ιστορικό πρότυπο υποδηλώνει ότι το
Ισραήλ έχει μόνο μια επιλογή για να
κερδίσει την παλαιστινιακή αποδοχή:
την
επιστροφή στην παλιά τακτική της
αποτρεπτικότητας, τιμωρώντας τους
Παλαιστίνιους όταν αυτοί γίνονται
επιθετικοί.
Η αποτρεπτικότητα είναι ισχυρότερη από
τις σκληρές τακτικές. Απαιτεί συστηματική
πολιτική που προτρέπει τους Παλαιστίνιους
να αποδεχθούν το Ισραήλ και αποθαρρύνει
την άρνηση. Απαιτεί μια στρατηγική σε
βάθος χρόνου, η οποία προωθεί την
εσωτερική αλλαγή. Δεν πρόκειται για
χαριτωμένη ή ευχάριστη διαδικασία, αλλά
βασίζεται σε μια πολιτική ισόμετρης
και κλιμακούμενης αντίδρασης.
Μια
πραγματική διαδικασία ειρήνευσης θα
πρέπει να βρει τρόπους να αναγκάσει
τους Παλαιστίνιους να αλλάξουν τον
τρόπο που “βλέπει η καρδιά τους”,
εγκαταλείποντας την άρνηση, αποδεχόμενοι
τους Εβραίους, τον Σιωνισμό και το
Ισραήλ. Όταν ένας μεγάλος αριθμός
Παλαιστινίων πεισθεί να μην επιμένει
στην εξαφάνιση του Ισραήλ, θα κάνουν
τις απαραίτητες παραχωρήσεις για να
λήξει η σύγκρουση. Ο μόνος τρόπος για
το Ισραήλ είναι να πεισθεί η πλειοψηφία
των Παλαιστινίων ότι έχασαν οριστικά.
Ο
στόχος δεν είναι οι Παλαιστίνιοι ...να
αγαπήσουν το Ισραήλ, αλλά να κλείσουν
οριστικά την πόρτα στον πόλεμο:
ομαλοποιώντας τις σχέσεις τους με τους
Ισραηλινούς και αναγνωρίζοντας τους
ιστορικούς δεσμούς των Εβραίων με την
Ιερουσαλήμ.
Συμβολικά,
η σύγκρουση θα έχει λήξει όταν οι Εβραίοι
που ζουν στην παλαιστινιακή Δυτική Όχθη
θα νοιώθουν εξίσου ασφαλείς με τους
Παλαιστίνιους στην Ναζαρέτ ή σε
οποιοδήποτε άλλο ισραηλινό έδαφος. Σε
αυτούς που βρίσκουν τους Παλαιστίνιους
υπέρ το δέον φανατικούς για να συμβιβαστούν,
απαντώ: εάν οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες,
πολύ περισσότερο φανατικοί αλλά και
ισχυροί, μπόρεσαν να ηττηθούν στον 2ο
Παγκόσμιο Πόλεμο και να γίνουν
υποδειγματικοί πολίτες, γιατί όχι και
οι Παλαιστίνιοι τώρα; Επιπλέον, οι
Μουσουλμάνοι έχουν επανειλημμένα
παραδοθεί στους “απίστους” όταν
αντιμετώπισαν μια αποφασισμένη υπέρτερη
δύναμη, από την Ισπανία μέχρι τα Βαλκάνια
και τον Λίβανο.
Η
προσπάθεια αυτή δεν θα ξεκινήσει από
το μηδέν. Ήδη οι δημοσκοπικές έρευνες
δείχνουν ότι το 20% των Παλαιστινίων και
άλλων Αράβων αποδέχονται σταθερά το
Ισραηλινό κράτος.
Μια
ισραηλινή νίκη... θα τους αναγκάσει να
εγκαταλείψουν τις αλυτρωτικές φαντασιώσεις
τους και την επαναστατική ρητορική
τους. Οι Παλαιστίνιοι μπορούν να γίνουν
ένας συνηθισμένος λαός και να αναπτύξουν
την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία
και τον πολιτισμό τους. Η ειρωνεία, με
λίγα λόγια, είναι ότι οι Παλαιστίνιοι
μπορούν να κερδίσουν περισσότερα με
την ήττα τους, απ' ό,τι το Ισραήλ με την
νίκη του. Αυτό
σημαίνει ότι οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει
να περάσουν μέσα από την πικρή δοκιμασία
της ήττας, με όλες τις απώλειες που αυτή
συνεπάγεται, την καταστροφή και την
απόγνωση... και να αναγνωρίσουν το λάθος
που κάνουν εδώ και έναν αιώνα.
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος αποφυγής της
διαδικασίας αυτής.
Οι
Παλαιστίνιοι διαθέτουν μοναδική
παγκόσμια υποστήριξη, από κύκλους του
ΟΗΕ και σημαντικούς ακτιβιστές,
ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και
δημοσιογράφους, αριστερούς και ισλαμιστές.
Αυτό κάνει το έργο του Ισραήλ μακρό,
δύσκολο και εξαρτώμενο από ισχυρούς
συμμάχους, κυρίως δηλαδή την κυβέρνηση
των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για
να είναι η Ουάσιγκτων χρήσιμη, θα πρέπει
να μην σύρει ξανά τα δύο μέρη σε νέες
διαπραγματεύσεις αλλά να υποστηρίξει
σθεναρά τον δρόμο του Ισραήλ προς την
νίκη. Αυτό
δεν σημαίνει στήριξη μόνο της ισραηλινής
βίας αλλά, επίσης, μιας διεθνούς
προσπάθειας που θα στηρίζεται και σε
αραβικά κράτη, για να πεισθούν οι
Παλαιστίνιοι για το ανώφελον της άρνησής
τους. Το Ισραήλ είναι εκεί σταθερά και
έχει την αφανή υποστήριξη που χρειάζεται.
Αυτό
σημαίνει διπλωματική υποστήριξη ώστε
να καταρριφθεί το επιχείρημα ότι η
Ιερουσαλήμ θα γίνει η παλαιστινιακή
πρωτεύουσα. Συνεπάγεται, επίσης, το
τέλος των πλεονεκτημάτων για τους
Παλαιστινίους, αν δεν εργασθούν προς
την κατεύθυνση της πλήρους αποδοχής
του κράτους του Ισραήλ. Δεν μπορεί να
γίνει χρήσιμη συζήτηση γύρω από τα
κεντρικά ζητήματα των Συμφωνιών του
Όσλο όσο το ένα μέρος δεν αποδέχεται το
άλλο. Μπορούν, όμως, οι διαπραγματεύσεις
να ξαναρχίσουν από την στιγμή που αυτό
το εμπόδιο δεν θα υπάρχει. Προς το παρόν,
το πρώτο που χρειάζεται να γίνει είναι
το Ισραήλ να νικήσει.
[Πηγή:
του
Daniel Pipes, Commentary,
14/12/2016.
Ο
Daniel
Pipes είναι
πρόεδρος του Φόρουμ της Μέσης Ανατολής.]
Δημοσιεύθηκε
στο Hellenic Nexus
τ.114, Ιανουάριος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου