Μνήμες '40-'44
Πάρε τα όπλα
ευγενικέ Λαέ της Ελλάδας!
Πίνακας του ζωγράφου του Έπους του '40 Αλέξανδρου Αλεξανδράκη |
Αυτός ο αγώνας
είναι η εθνική μας ταυτότητα
Απ' τη Βαβέλ,
από τα Σόδομα και Γόμορα
πετάχτη ο
Μαμωνάς, καβάλησε τον πόλεμο
κι ερίχτη στην
Ελλάδα, μαύρος χαλασμός.
(Βασίλη Ρώτα,
“Τραγούδι της κατοχής”)
Τέτοιες χρονιάρες
ημέρες η μνήμη πετάει αλαφριά, άλλοτε
σαν χελιδόνι κι άλλοτε σαν πουλί της
καταιγίδας. Πετάει στα παλιά και στα
παλιότερα, στα νέα και στα πιο νέα.
Ανηφορίζει βουνά, κατηφορίζει λαγκαδιές,
ταξιδεύει στα κύματα και στους αιθέρες,
μ' όλους τους καιρούς, νύχτα και ημέρα.
Μπαίνει σε τραίνα στιβιαγμένα με
στρατιώτες, που κουνάνε μαντήλια, βλέπει
μάτια δακρυσμένα, μορφές σπαραγμένες,
παράθυρα που ανοίγουν, ακούει φωνές:
“Στο καλό! Με τη Νίκη!”.
Περνάει πλαγιές και διάσελα γιοφύρια και ρέματα που μουγκρίζουν, προσπερνάει στρατούς που πορεύονται αμίλητοι μέσα στη νύχτα, μέσα στα χιόνια, μέσα στις ερημιές. Σκαρφαλώνει σε κορφές, στην Τσούκα και στο Τομόρι, ψηλά στην Αρβανιτιά, παραστέκεται σε μάχες που μαίνονται σαν θύελλες που θέλουν ν' αφανίσουν, να γονατίσουν τον άνθρωπο. Και βλέπει τον άνθρωπο κάτω πεσμένον και γίνεται μάρτυρας της τελευταίας του θέλησης, καθώς γέρνει λαβωμένος βαριά στην αγκαλιά του συμπολεμιστή του:
Περνάει πλαγιές και διάσελα γιοφύρια και ρέματα που μουγκρίζουν, προσπερνάει στρατούς που πορεύονται αμίλητοι μέσα στη νύχτα, μέσα στα χιόνια, μέσα στις ερημιές. Σκαρφαλώνει σε κορφές, στην Τσούκα και στο Τομόρι, ψηλά στην Αρβανιτιά, παραστέκεται σε μάχες που μαίνονται σαν θύελλες που θέλουν ν' αφανίσουν, να γονατίσουν τον άνθρωπο. Και βλέπει τον άνθρωπο κάτω πεσμένον και γίνεται μάρτυρας της τελευταίας του θέλησης, καθώς γέρνει λαβωμένος βαριά στην αγκαλιά του συμπολεμιστή του:
- “Άφησέ με
εμένα, παιδί μου, εγώ πάω, μα κύταξε να
μη μας πάρουν το ύψωμα και μπούνε στο
στενό, γιατί αυτό το στενό είναι η πόρτα
της Ελλάδας, η πόρτα του σπιτιού μας. Αν
η πόρτα μείνει αφύλαχτη θα 'μπει ο εχθρός
και τότε χάνεται η πατρίς”.
[Βούλα
Δαμιανάκου, “Μνήμες”, Λαϊκός Λόγος,
Οκτώβριος '65]
Η αισχρή βία
όρμησε κατά πάνω σου, κι ο βάρβαρος
πόλεμος εχύθη να σε κατασπαράξει. Πάρε
τα όπλα, ευγενικέ Λαέ της Ελλάδας, πάρε
τα όπλα κι υπεράσπισε τη ζωή σου. Γιόμισε
με θάρος τη μεγάλη καρδιά σου και φούσκωσε
την ψυχή σου με πνέμα ηρωϊκό. Ρίξε από
πάνω σου τις άθλιες έγνοιες απ' τα
περασμένα και κόψε τους δεσμούς απ' το
μικρόψυχο λιμάνι της φτώχειας σου. Κι
άσε το πνέμα του χρέους να οδηγάει τη
δύναμή σου και το αγέρι της λευτεριάς
να σημαδεύει το δρόμο σου.
Πάρε τα όπλα,
ευγενικέ Λαέ της Ελλάδας, σφίξε στο
αντρειωμένο σου χέρι τη λόγχη της
δικαιοσύνης κι αντίταξε στην αισχρή
βία το ευγενικό σου θάρος και στην
ασέλγεια του Πολέμου τη λεβεντιά σου
τη χαρούμενη. Πάτα γερά στο στήθος τον
εχτρό σου και στερέωσε τη λευτεριά των
παιδιών σου.
Πάρε τα όπλα,
ευγενικέ Λαέ της Ελλάδας, και ξαναπότισε
με το αίμα σου τη γη σου την προγονική.
Ρίξου στον αγώνα με όλη την καρδιά σου
την αθώα και κάμε το δίκιο σου δίκιο των
Εθνών. Να 'ναι η ορμή σου κήρυγμα ελευθερίας
κι η θυσία σου μάθημα κοινωνίας. Μη
ζαλιστείς από τη μέθη της νίκης και μην
παραφερθείς από το μόλυσμα του φόνου.
Κράτα ψηλά τη λεβεντιά και την ανθρωπιά
σου και δείξε στον κόσμο πως γνωρίζεις
την ιστορία σου.
[Κύριο άρθρο
στα πολεμικά Παρασκήνια, Οκτώβριος
1940]
Περί Εθνικής Ταυτότητας
Όποιος δεν έζησε
κοντά στον λαό, μαζί του εκείνη τη μεγάλη
εποχή, αυτός έχει λίγο ζήσει κι ας είναι
Μαθουσάλας· δεν ξέρει τίποτα κι ας είναι
σοφός κι επιστήμονας μεγάλος μ’ έδρες
και γραφεία και ποτέ του δε θα νιώσει
τι θα ειπεί μεγαλοσύνη, τι θα ειπεί
θαυμάσιο κι ας το ‘χει ο ίδιος ερμηνέψει
σε σοφά συγγράμματα.
Όποιος δεν είδε
αντάρτικην ομάδα να πορεύεται μέρες
νηστική, να περνάει ανάμεσα από μηλιές
και κερασιές φορτωμένες καρπό και να
μην απλώνει ένας το χέρι του να κόψει
ούτε ένα να βάλει στο στόμα του, όποιος
δεν είδε αντάρτες να πηγαίνουν να δώσουν
μάχη περπατώντας πάνω στα χιόνια με
τυλιγμένα στα πόδια τους σε λινάτσες,
προχωρώντας ανάμεσα στις οβίδες που
πέφταν, όποιος δεν είδε αντάρτη λαβωμένον
ή πλευριτωμένον ν’ ακούει το ντουφεκίδι
και να ξεπετιέται από το στρώμα για να
πάει να μπει κι αυτός στη μάχη, ποτέ δεν
θα μπορέσει να φανταστεί τι είταν ο
αντάρτικος στρατός, κανένας δε θα βρει
μέτρο να μετρήσει την αρετή τους· κι
όποιος δεν είδε τον λαό απόκοντα πίσω
από τους αντάρτες, άντρες, γυναίκες,
γέρους, μικρά παιδιά, όλους ριγμένους
στον μεγάλο αυτόν αγώνα, στο χωράφι και
στην αποστολή στην καλλιέργεια και στη
σοδειά, να ‘χουν ξεχάσει τη λέξη δικό
και στη θέση της να ‘χουν βάλει τη λέξη
δίκιο, να ‘ναι έτοιμοι όλοι για όλα,
τα πιο δύσκολα, τα πιο μεγάλα, τα πιο
θαυμάσια, τα πιο αδύνατα, τα πιο αδύνατα,
δεν ξέρει τι θα ειπεί λαός αγωνιζόμενος,
δεν ξέρει τι θα ειπεί πλούτος ζωής και
θα πεθάνει φτωχός κι αν ακόμη πεθάνει
σε χρυσό παλάτι...
Αν με ρωτήσουν
τι εθαύμασα σε τούτη τη ζωή, θα ειπώ πως
εθαύμασα την αρετή του αγωνιζόμενου
λαού μας, τότε που πολεμούσε για τη
λευτεριά του. Είταν μια μεγάλη εποχή
οπού όλοι αγωνιζόντουσαν επάνω στο
πεδίο της τιμής. Όλοι μπορούσαν να την
υπερασπίσουν, δεν ύπαρχαν μικροί, όλοι
είταν μεγάλοι, όλοι είταν υπέροχοι και
δεν υπάρχει μεγαλύτερη μεγαλοσύνη από
την μεγαλοσύνη ενού λαού τη στιγμή που
ενωμένος αγωνίζεται στο πεδίο της
τιμής...
Εδώ θυμάμαι κι
εγώ τους ενδόξους ημών προγόνους. «...Όχι
το Σούλι, παρά ούτ’ ένα πετραδάκι απ’
τους βράχους της πατρίδας μας δεν
παραδίνουμε...». Κι εγώ η ελάχιστη, που
δεν είμαι ούτε Σουλιώτισσα ούτε
Τζαβέλαινα, αποκρίνομαι πως όχι μόνον
αυτόν τον αγώνα κι αυτόν τον λαό δεν
απαρνιέμαι, παρ’ ούτε τα μισοτσάρουχά
τους που ‘χαν γίνει ένα με τα ποδάρια
τους δεν περιφρονώ, παρά τα προτιμάω
για δόξα μου απ’ όποιο βραβείο και
παράσημο. Αυτός ο αγώνας, ώ Υπερτάτη
Αρχή, είναι το καλό μου φόρεμα, το φορώ
και βγαίνω στον κόσμο· είναι η εθνική
μου ταυτότητα· τη δείχνω και μου
δίνουνε θέση στην ανθρωπιά και στην
αξιοπρέπεια.
[Από το
βιβλίο-μαρτυρία «Υπεύθυνη Δήλωση» της
Βούλας Δαμιανάκου, 1963]
"Τούτη η μνημονιακή κατοχή"...
Και δύο λόγια
από την ίδια την Βούλα Δαμιανάκου, που
έφυγε φέτος τον Σεπτέμβρη, 102 ετών, από
την ζωή συμμετέχοντας, πάσχοντας και
καταγγέλλοντας μέχρι την τελευταία
στιγμή:
“Δεν ξέρω,
φίλοι μου, περάσαμε τριπλή κατοχή, με
δεκάδες χιλιάδες σκοτωμένους στις
μάχες, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς
από πείνα, χιλιάδες εχτελεσμένους από
εχτελεστικά αποσπάσματα. Και τ’ αντέξαμε,
ο λαός στάθηκε όρθιος, είπε ΟΧΙ στην
πρόκληση, πολέμησε, αντιστάθηκε… Μα
τούτη η μνημονιακή κατοχή, τούτο το…
αγγλικό δίκαιο, τούτες οι υλακές του
Σόιμπλε κι οι χιτλερικής αβρότητας
καμτσικιές της Μέρκελ, κοντά στη
δουλοφροσύνη της κυβερνητικής μας
τρόικας, φέρνουν ένα τέτοιο πνίξιμο στο
λαιμό, σα να αιωρείσαι κιόλας στην
κρεμάλα…”. [efsyn.gr, 22/11/2014, από το τελευταίο βιβλίο της]
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει κι ως γυναίκα καμαρώνω,κάθε φορά που βλέπω εκείνες τις όμορφες αντάρτισσες του '40 πάνω στα βουνά με τα όπλα στα χέρια!!! Μπορεί κι ο αγαπημένος τους να ήταν αντάρτης, μπορεί και να τον είχαν χάσει, αλλά δεν μπορεί να μην ήταν μαγνήτης γι' αυτές ο αρχηγός Άρης και η πίστη του Ελληνικού λαού στη λευτεριά του και στο δίκιο!!! Λοιπόν, Έλληνες συμπατριώτες, τούτα τα χρόνια του μνημονιακού μαρτυρίου και του εξευτελισμού της πατρίδας θα έδινα τα πάντα, για να γινόμουν αντάρτισσα μαγνητισμένη από ένα νέο "Άρη" έστω και στο λυκόφως της ζωής μου...
ΑπάντησηΔιαγραφή