Η Ελληνική Οικουμενικότητα και η εμφάνιση του Χριστού!
Οι τοιχογραφίες βρίσκονται στον προαύλιο χώρο της Μονής Μεγάλου Μετεώρου |
«Κι ωσάν ο
νέος Απόλλωνας, σημάδι που γυρεύει του Πύθωνα, π’ αδιάκοπα, γοργολυγάει, να
βρει, κι ολόγυρά του ρυθμικά τοξεύει και
χορεύει, κι είναι σα λύρας άκουσμα, κάθε φορά,
η νευρή»
Άγγελου
Σικελιανού «Δωδεκαετής»
(από την
ποιητική συλλογή Αντίδωρο)
Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Είναι αναμφισβήτητη για την
σύγχρονη ιστορική έρευνα η τεράστια συμβολή του Ελληνισμού στην εδραίωση του
Χριστιανισμού και η παρουσία της ελληνικής σκέψης στις ιστορικές διεργασίες που
οδηγούν στην πρώτη Χριστολογία. Η Ελληνιστική περίοδος, δηλαδή τα 300 χρόνια
ανάμεσα στην βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.) και του Αυγούστου,
του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα (31 π.Χ. – 14 μ.Χ.), θεωρείται ως μια περίοδος
με εσωτερική συνοχή και ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον καθώς ο εξελληνισμός της
τότε Οικουμένης εξαπλωνόταν κατά χιλιάδες χιλιόμετρα σε ολόκληρη την Μέση
Ανατολή, προκαλώντας ριζικές πολιτιστικές αλλαγές.
Η αδιάκοπη δημιουργία νέων
ελληνικών πόλεων έκανε τον ελληνικό πολιτισμό, κυρίαρχο από την Αίγυπτο έως την
Ινδία, να δίνει νόημα στην ανθρώπινη ζωή μέχρι την συνάντηση με τον Χριστό,
όπως μας λέει συμβολικά ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός στο παραπάνω ποίημά του,
αναφερόμενος στην επίσκεψη του δωδεκαετή Ιησού στο Ναό.
Η μακεδονική σάρισσα έφερε το
ελληνικό πνεύμα στην τότε οικουμένη, προετοιμάζοντας τον δρόμο για να
συναντηθούν ο μοναδικός θεός των φιλοσόφων που φανερώθηκε στην ανθρώπινη λογική
με τον Θεό που μίλησε δια των προφητών στην ιστορία.
Κατά την ζωή της ως αυτόνομος οργανισμός, η πόλις, και ειδικότερα η αθηναϊκή πόλις του 5ου αιώνα, παρήγαγε το σύμπλεγμα ιδανικών και πράξεων που συνέστησαν αυτό που οι κληρονόμοι της γνώρισαν ως Ελληνισμό. Αλλά οι διάδοχοί της, οι πόλεις των νέων βασιλείων της Ανατολής, πρόσφεραν το όχημα με το οποίο ο ίδιος αυτός Ελληνισμός μεταφέρθηκε στους ξένους λαούς επί ξένου εδάφους. “Στην ευρύτερη ιστορία του Ελληνισμού, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο με την Αθήνα και, ακόμα και οι μικρότερες ελληνικές πόλεις, που αργότερα εμφανίστηκαν στην Μικρά Ασία και την Συρία, επέδειξαν μια ζωτικότητα που όχι μόνο εγγυόταν την επιβίωση των ελληνικών ιδανικών αλλά υπήρξαν τα θεμέλια μεγάλου μέρους της λαμπρότητας και της ευημερίας που απόλαυσε ο κόσμος της ελληνιστικής περιόδου και της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον κολοφώνα της δόξας της κατά τον 2ο και 3ο χριστιανικό αιώνα”, όπως περιγράφει ο καθηγητής F.E. Peters στο σημαντικό έργο του για την ιστορία της ανατολικής Μεσογείου από τον Αλέξανδρο τον Μέγα μέχρι τον θρίαμβο του Χριστιανισμού. (F.E. Peters, The Harvest of Hellenism, New York 1970)
Ιδιαίτερα, η μακρά Ελληνιστική Εποχή, που έχει
οριοθετηθεί από τον θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου (323 π.Χ.), την Κλεοπάτρα και
τον Αδριανό (76-138 Μ.Χ.), είναι μια μεγάλη περίοδος πέντε περίπου αιώνων, που
έχει πολλές αναλογίες με την εποχή μας.
Είναι μια εποχή που μοιάζει
με την σημερινή «παγκοσμιοποίηση», όπως δείχνει και ο όρος που χρησιμοποιεί ο
ιστορικός Πολύβιος: «συμπλοκή»… Δημιουργία, δηλαδή, δικτύων πολιτιστικών,
οικονομικών, πολιτικών από την Ισπανία έως το Αφγανιστάν, που είδαν το φως από
την ίδρυση της Πανελλήνιας Συμμαχίας το 337 π.Χ. στο Συνέδριο της Κορίνθου
(Φίλιππος Β´) μέχρι την ίδρυση από τον Αδριανό του Πανελληνίου (131 μ.Χ.). Ο
κόσμος μπορεί να μην είχε γίνει ένα «παγκόσμιο χωριό», όπως λέμε σήμερα λόγω
της νέας τεχνολογίας, ίσχυε όμως, κατά κάποιον τρόπο, το «φαινόμενο της
πεταλούδας» που μελετάμε σήμερα στην θεωρία του Χάους, η οποία αναπτύχθηκε μετά
την δεκαετία του '70. Με τον όρο «συμπλοκή» ο Πολύβιος εννοεί το ότι τα
γεγονότα, τα οποία συνέβαιναν στην Ελλάδα ή την Μικρά Ασία ή την Βόρεια Αφρική
και την Μεσογειακή Ευρώπη συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους, αν και φαινομενικά
έδειχναν ανεξάρτητα.
Η κοινωνία κατά την Ελληνιστική εποχή
Μετά τις κατακτήσεις του Μ.
Αλεξάνδρου έως την αυτοκτονία της Κλεοπάτρας (31 π.Χ.) και την ρωμαϊκή
προσάρτηση της Αιγύπτου από τον Οκταβιανό, η κοινωνία δεν κατόρθωσε να λύσει
κανένα πρόβλημα από όσα της κληρονόμησε η κλασσική εποχή. Ελάχιστες μεταρρυθμιστικές
προσπάθειες έγιναν (όπως αυτή του Κλεομένη στην Σπάρτη 235-222 π.Χ.) και οι πιο
συνηθισμένες «λύσεις»… δίνονταν από μόνες τους, με την εξαγωγή πληθυσμών, τις
μετακινήσεις μισθοφόρων, τις πειρατικές αεπιδρομές και τους πολέμους.
Αυτό που χαρακτηρίζει την
εποχή είναι η ανάπτυξη των πόλεων και των αστικών πολιτισμικών στοιχείων, ο
κοσμοπολιτισμός, η αρμονική συνύπαρξη πολλών θρησκειών, αλλά και οι βίαιες
συγκρούσεις, η μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη και η μαζική παραχώρηση (ακόμα και
πώληση) πολιτικών δικαιωμάτων.
Εξαφανίζεται η διάκριση για
την προέλευση του πλούτου, επικρατεί ο νεοπλουτισμός, η εμπορευματοποίηση των
πάντων και οι γαιοκτήμονες δεν μετράνε κοινωνικά όπως παλιότερα. Μέχρι τον
θάνατο του Αδριανού διατηρείται ζωντανή η ελληνιστική παιδεία αλλά σταδιακά
επικρατεί η έννοια της ειδικότητας σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση από την
αντίληψη από αυτή της κλασσικής παιδείας.
Στις περιοχές της Ασίας και
της Αιγύπτου, που είχε διεισδύσει ο ελληνικός πολιτισμός, μετά την ελληνιστική
περίοδο η χώρα υπαγόταν στην άμεση εξουσία των Βασιλέων, των διαδόχων
του Αλέξανδρου, ενώ οι πόλεις διοικούνταν από εκλεγμένους άρχοντες.
Ο ίδιος διαχωρισμός
συνεχίστηκε και στην ρωμαϊκή περίοδο. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός ήταν
ουσιαστικά ένας αστικός κόσμος που ενδιαφερόταν πρωταρχικά για τον πλούτο και
την κοινωνική θέση. Η ρωμαϊκή άρχουσα τάξη ήταν εξ ίσου αφοσιωμένη στην
ιδιοκτησία, όσο και οι πιο συνειδητοποιημένοι πλούσιοι Έλληνες.
Όμως, οι διαφοροποιήσεις
πλούτου και φτώχειας στον ελληνικό κόσμο είχαν βαθμιαία γίνει πιο μεγάλες και
το χάσμα των τάξεων είχε γιγαντωθεί μετά την εξαφάνιση της δημοκρατίας που είχε
ακμάσει μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Το
φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης» και στην ελληνιστική εποχή είχε δώσει
υπέρμετρη δύναμη στις άρχουσες ελίτ και έτσι οι ελληνικές ιδιοκτήτριες τάξεις
και η ρωμαϊκή αριστοκρατία ενδιαφέρονταν παθολογικά για τον πλούτο, την
ιδιοκτησία και την κοινωνική τους θέση.
Βέβαια, όλη αυτή την περίοδο,
η πόλις, παρά την παρακμή της σε σχέση με την κλασσική εποχή, συνεχίζει
να παραμένει η βασική παράμετρος για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Πολλές αρχαίες
πόλεις εξαφανίζονται από τον χάρτη λόγω των συνεχών πολέμων, αλλά ταυτόχρονα
πολλές νέες δημιουργούνται, αποδεικνύοντας ότι η πόλις παραμένει ως ένας
σημαντικός παράγοντας κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.
Στο ειδικό θέμα της δουλείας,
το οποίο έβλεπαν σαν μια πτυχή του ευρύτερου ζητήματος… της ιδιοκτησίας και όχι
φυσικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από την κλασσική αρχαιότητα έως την ύστερη
ρωμαϊκή εποχή, οι δούλοι μέτραγαν πολύ ψηλά στην κλίμακα των περιουσιακών
στοιχείων. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν διάφορες θεωρίες για να
δικαιολογήσουν φιλοσοφικά την δουλεία. Η «κατά φύσιν δουλεία» ήταν μια
θεωρητική σύλληψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που πήγαζε από το γεγονός ότι
οι περισσότεροι δούλοι στην ελληνική αρχαιότητα ήταν, μη Έλληνες, βάρβαροι. Ο
άλλος τύπος φιλοσοφικής δικαίωσης της δουλείας συνδέεται με την στωϊκή θεωρία
που αντιτίθεται στο ότι οι βάρβαροι είναι από την φύση τους κατώτεροι. Αυτή την
άποψη ασπάστηκαν οι σκεπτόμενοι και μορφωμένοι αφέντες δούλων στην ελληνιστική
περίοδο. Ο Χριστιανισμός εισήγαγε μια ριζικά διαφορετική στάση απέναντι στην
δουλεία, που έδινε μεγαλύτερη πνευματική ανακούφιση στον εθνικό δούλο.
Υπερβαίνει ακόμα και την
αντίληψη που επικράτησε μετά την ελληνιστική περίοδο, ότι ίσως η δουλεία είναι
θέμα αδιάφορο που επηρεάζει μόνο την εξωτερική πραγματικότητα: ότι ο κακός
είναι δούλος των παθών και οι καλοί άνθρωποι, ακόμα και αν σωματικά είναι
σκλαβωμένοι, δεν είναι ποτέ δούλοι.
Η προτροπή προς τον Χριστιανό
δούλο ήταν να θεωρεί τον εαυτό του «απελεύθερο του Χριστού»… σύμφωνα με το
γνωστό εδάφιο της Προς Κολοσσαείς επιστολής του Παύλου (3:11), «ουκ ένι
Έλλην και Ιουδαίος… βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν
πάσι Χριστός».
Παρά το γεγονός ότι τα 500
σχεδόν χρόνια που πέρασαν από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τον Αδριανό τα κοινωνικά
προβλήματα παρέμειναν άλυτα, φαίνεται ότι υπήρξε μια περίοδος ύφεσης στο θέμα
των κοινωνικών εντάσεων μετά τον θάνατο της Κλεοπάτρας και την άνοδο του
Αυγούστου. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους που ακολουθούν ενισχύεται και η τάση
της απελευθέρωσης των δούλων. Έχουμε πολυάριθμα παραδείγματα απελεύθερων να
αποκτούν μια ομαλή κοινωνική και οικογενειακή ζωή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που
έχουν βρεθεί.
Μετά την ήττα της Κλεοπάτρας
και του Αντώνιου και την κατάλυση του Πτολεμαϊκού βασιλείου που ακολούθησε,
τελειώνει η 300 ετών περίοδος την οποία γνωρίζουμε για τους συνεχείς πολέμους
των επιγόνων και συνηθίζουμε να αποκαλούμε κυρίως Ελληνιστική. Όμως και μετά το
τέλος της ελληνιστικής Αιγύπτου, τα πολιτιστικά, κοινωνικά και θρησκευτικά
γεγονότα που ακολουθούν στην Μακρά Ελληνιστική Εποχή πηγάζουν από τις ίδιες
αιτίες. Ο κόσμος δεν είναι πια αυτός της μητροπολιτικής Ελλάδας και των
αποικιών, αλλά η μεγάλη εξελληνισμένη ελληνορωμαϊκή Οικουμένη μέσα στην οποία
θα λάβει μέρος το μεγαλύτερο και καθοριστικότερο γεγονός στην ιστορία της
ανθρωπότητας: η εμφάνιση του Χριστού και η γέννηση του Χριστιανισμού.
Θα μπορούσε να φανταστεί
κανείς ότι ο «αόρατος θίασος» που άκουσε να περνάει το τελευταίο του βράδυ στην
Αλεξάνδρεια ο Αντώνιος, «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές», όπως μας λέει ο
Καβάφης στο υπέροχο ποίημά του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», είναι ο ίδιος που,
αλλαγμένος πλέον, μερικές δεκαετίες μετά θα μπει στην Ιερουσαλήμ ακολουθώντας
τον Ιησού.
Για τον συντριπτικό αριθμό
των πληθυσμών της ρωμαϊκής Ανατολής, η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο και στην
συνέχεια η κατάκτηση της Αιγύπτου αποτελούν τη αρχή μιας ιδιαίτερα σημαντικής
περιόδου, που σήμερα την ορίζουμε ως pax romana. Ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο 1ος
Ρωμαίος αυτοκράτορας, και οι επόμενοι δέκα αυτοκράτορες που κυβέρνησαν μέχρι
τον Αδριανό, έχουν μια εξουσία οικουμενική, με την αρχαία ελληνική έννοια του
όρου. Είναι μια περίοδος μέσα στην οποία συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα,
γεμάτη αντιθέσεις, που υπάρχει αφ' ενός η ελπίδα για μια παγκόσμια ειρήνη και
ευημερία μέσα από την «αιώνια» ρωμαϊκή Επικυριαρχία και, αφ' ετέρου, η αναμονή για
τον ερχομό ενός Μεσσία. Είναι μια περίοδος διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ της
επίσημης αυτοκρατορικής ιδεολογίας και των «υπόγειων» πατριωτικών αντιστάσεων
που αναπτύσσονται. Σ' αυτή την περίοδο γράφτηκε και το κείμενο της Αποκαλύψεως
που μας απασχολεί μέχρι σήμερα και που έγινε ξανά «επίκαιρο» εν μέσω της
ευρισκόμενης σε έξαρση «πανδημίας». Αλλά πάνω απ’ όλα, στα χρόνια αυτά
εξελίχθηκαν τα μόνα γεγονότα, τα οποία για δύο χιλιάδες και είκοσι χρόνια μετά
εορτάζονται κάθε χρονιά: η Γέννηση και τα Πάθη του Χριστού.
Η θρησκεία στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο
Στους τρεις
τελευταίους αιώνες προ Χριστού, στην ανατολική Μεσόγειο είχε ξεκινήσει μια
διαδικασία θρησκευτικού «συγκρητισμού», που συνεχίστηκε μέχρι την επικράτηση
του Χριστιανισμού. Ο συνδυασμός, ή ακόμα και η ταύτιση διαφορετικών θεοτήτων ή
λατρειών, γινόταν από τους Έλληνες ήδη, με την απόδοση ονομάτων Ελλήνων θεών.
Έτσι, ο Ηρόδοτος αποκαλούσε τον αιγυπτιακό θεό Άμμωνα «Δία», τον Θωθ «Ερμή»
κ.ο.κ. Στο τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος στην μονογραφία Περί
Ίσιδος και Οσίριδος (γύρω στο 115 μ.Χ.) μάς δίνει μια ζωντανή εικόνα του
θρησκεύομενου ανθρώπου της εποχής. «Δεν υπάρχουν διαφορετικοί θεοί σε
διαφορετικούς λαούς», μας λέει. Απλώς, οι διαφορετικοί λαοί δίνουν διαφορετικά
ονόματα στον …«ένα Νου» και την «μια Πρόνοια», που διευθετούν και κυβερνούν το Σύμπαν.
Η αθεΐα δεν ήταν καθόλου σημαντική για αυτούς και γενικά η αθεΐα στην
αρχαιότητα δεν έπαιζε κανένα σημαντικό ρόλο. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο
Πλούταρχος: «Εύροις δ’ αν επί ων πόλεις ατειχίστους,
αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημάτους, νομίσματος με δεομένας,
απείρους θεάτρων και γυμναστηρίων. Ανιέρου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης
ευχαίς, μη δ’ όρκοις, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ αγαθοίς, μη δ’
αποτροπαίς κακών ουδείς έστι, ουδ’ έσται γεγονώς θεατής».
[«Στις περιπλανήσεις σου
μπορεί να συναντήσεις πόλεις ατείχιστες, χωρίς γραφή, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς
σπίτια, χωρίς ιδιοκτησίες, που δεν χρειάζονται νόμισμα, που δεν γνωρίζουν
θέατρα και γυμναστήρια. Πόλη όμως χωρίς ιερά και θεούς, που δεν καταφεύγει σε προσευχές,
όρκους, μαντείες, θυσίες για την απόκτηση των αγαθών ούτε για την αποτροπή των
κακών, δεν υπήρξε ποτέ κάνεις που να είδε ούτε θα υπάρξει ποτέ»].
Οι θεοί των
Ρωμαίων, όπως και των αρχαίων Ελλήνων, δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητικοί, ζήταγαν
απλά απ’ τους πιστούς τους την εκτέλεση των παραδοσιακών λατρευτικών πράξεων.
Δεν τους απασχολούσαν τόσο τα ηθικά ζητήματα, εκτός από την τήρηση των όρκων
που έδιναν σ’ αυτούς οι πιστοί. Ο Αριστοτέλης, φερ’ ειπείν, έλεγε για τον Δία
ότι, αν απέδιδες τις δέουσες τελετουργίες προς αυτόν, θα ήταν ευτυχής ακόμα και
να μην ασχολιόσουν καθόλου μαζί του. Δεν υπήρχαν μύθοι, ούτε κάτι που θα
μπορούσε να αποκληθεί Θεολογία, με την έννοια που απέκτησε η λέξη στην
μεταχριστιανική εποχή. Η ελληνική επιρροή στην ρωμαϊκή θρησκεία, ως προς τον
τρόπο με τον οποίο κατανοούσαν τους θεούς, ήταν τεράστια. Οι παλιές ρωμαϊκές
θεότητες σιγά-σιγά απέκτησαν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά των Ελλήνων θεών και,
καθώς αυξανόταν η ελληνική επιρροή στην Ρώμη, μεγάλωνε βαθμηδόν και ο κύκλος
των θεοτήτων που λατρεύονταν σε κάθε πόλη.
Στα μεσαία και
κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπήρχαν πολλοί πιστοί μυστηριακών λατρειών, όπως
της Ίσιδας και του Σεράπιδος, της Κυβέλης, του Άττιδος και του Μίθρα.
Ο μύθος του Σεράπιδος
εκφράζει σαφώς μια πίστη για την τελική ήττα του κακού (που προσωποποιείται από
τον Σεθ) από το καλό (Ώρος και Όσιρις). Η αντίληψη της μετά θάνατον ζωής του
Όσιρι είχε βαθιά επίδραση στους ανθρώπους της Ελληνιστικής περιόδου.
Οι Ελληνίδες γυναίκες της
Αλεξάνδρειας βρήκαν στην λατρεία της Ίσιδος μια έλξη που δεν ένοιωθαν για άλλες
θεές της γονιμότητας, για πολεμίστριες παρθένες θεές, αλλά και για την ίδια την
Αφροδίτη. Η Ίσις γνώριζε τον πόνο του τοκετού και επινόησε το γαμήλιο συμβόλαιο.
Εξ αιτίας αυτών των ιδανικών αρετών της, η λατρεία της Ίσιδος εξαπλώθηκε
γρήγορα σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο, από το Αιγαίο έως την Σικελία και την
δυτική Μεσόγειο, και αποτέλεσε το πρότυπο για την διάδοση, τους επόμενους μεταχριστιανικούς
αιώνες, της εικόνας της Παναγίας.
Τα έργα της Ελληνιστικής
ζωγραφικής συμβολίζουν χαρακτηριστικά την σύζευξη αυτής της προαιώνιας μεταθανάτιας
αγωνίας της αιγυπτιακής μεταφυσικής με τον Ελληνικό ανθρωποκεντρισμό και
συνθέτουν τον ενδιάμεσο κρίκο της αρχαίας με την βυζαντινή ζωγραφική.
Ένας άλλος κρίκος στην
μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον χριστιανικό ήταν το πλήθος Ελλήνων ημίθεων,
που γεννήθηκαν από την ένωση θεών με γήινες γυναίκες για να εκπληρώσουν το θείο
θέλημα επί της Γης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους άθλους του ημίθεου Ηρακλή
(γυιού της Αλκμήνης και του Διός). Οι Πλατωνικοί, επίσης, πίστευαν ότι ο
«θεϊκός» Πλάτωνας γεννήθηκε από την ένωση της μητέρας του με τον θεό Απόλλωνα.
Το ίδιο και οι Πυθαγόρειοι, που θεωρούσαν τον μεγάλο φιλόσοφο και δάσκαλό τους
θεογέννητο τέκνο. Ο θρύλος, μάλιστα, μίλαγε για την εμφάνιση στον ουρανό, την
ώρα της γέννησής του, ενός υπέρλαμπρου αστέρα. Παρόμοια γνωρίσματα στην ζωή
αρχαίων φιλοσόφων και μυσταγωγών, που τα βρίσκουμε στην μορφή του Ιησού Χριστού,
ήταν κοινός τόπος στην ελληνιστική παράδοση.
Με αφετηρία αυτές τις
μαρτυρίες, πολλοί ιστορικοί, όπως ο Γιάννης Κορδάτος στις αρχές του 20ου
αιώνα, υποστηρίζουν ότι η μεσσιανική αποστολή του Ιησού, τα πάθη του και ο
θάνατός του για να σώσει τον κόσμο έχουν ρίζες στην ελληνική παράδοση… Δεν
είναι μόνο ιουδαϊκή υπόθεση.
Ήταν φυσικό, λοιπόν, και
επόμενο η νέα θρησκεία να ριζώσει και να εξαπλωθεί στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κι
όχι ανάμεσα στον «περιούσιο λαό» της Παλαιάς Διαθήκης, που διακαώς αναζητούσε
μόνο την ισχύ με συμφεροντολογικό τρόπο.
Όπως παραδέχθηκαν στην
συνέχεια ένα πλήθος Χριστιανοί συγγραφείς (Ευσέβιος, Αυγουστίνος κ.ά.), το
δόγμα του ενιαίου Θεού, αποδεκτό από τους αρχαίους φιλοσόφους, αποτελούσε την
βάση της Ορφικής θρησκείας και όλων των ελληνικών μυστηρίων.
Ο σπουδαίος τραγικός ποιητής
Αισχύλος (525-456 π.Χ.) στην τριλογία του για τον Προμηθέα βάζει τον
«σπερματικό λόγο» στα λεγόμενα του Ερμή, προαισθάνεται την πτώση του Δωδεκαθέου
και προφητεύει την έλευση του Μεσσία-Λυτρωτή. Μετά από αυτό, ο μεγάλος
Αισχύλος, προφήτης του αληθινού Θεού, αναγκάζεται να αυτοεξοριστεί στη Νότιο
Ιταλία για να αποφύγει τη οργή των συμπολιτών του.
Ρώμη και Διωγμοί των Χριστιανών
Στην Οικουμένη που
δημιουργήθηκε από τον Αλέξανδρο θριάμβευσε τελικά η Ρώμη και μια θρησκεία, ο
Χριστιανισμός, και έτσι εκπληρώθηκε η σπορά της ελληνιστικής φιλοσοφικής
σκέψης: ένα κράτος, ένας πολιτισμός, ένας θεός.
Η φιλοσοφία ήδη, στην
ελληνορωμαϊκή εποχή είχε γίνει η περί του βίου τέχνη, σύμφωνα με τον
Σέξτο Εμπειρικό, και είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την επιστημονική γνώση.
Σκοπός της φιλοσοφίας είχε καταστεί η πρακτική φιλοσοφία, η ηθική. Μέσα από τα
ρεύματα του ποταμού της φιλοσοφίας (Ακαδημία, Στοά, Επικούρειοι, Νεοπλατωνισμός
κ.ά.), η στωϊκή ηθική ήταν το πιο πλούσιο και περίπλοκο σύστημα αυτής της
περιόδου που επηρέασε και τον Χριστιανισμό.
Για τον
προχριστιανικό ελληνορωμαϊκό κόσμο η θρησκεία ήταν μέρος της κοινωνικής τους
συμπεριφοράς που οριζόταν ως «η λατρεία των θεών». Η αληθινή ευσέβεια χαρακτηριζόταν
από την σχολαστική τήρηση των καθιερωμένων προγονικών πρακτικών.
Όπως λένε οι
μαρτυρίες, το Μαντείο των Δελφών όρισε ως καλύτερο υπηρέτη των θεών έναν σεμνό
άνδρα από την Αρκαδία γιατί εκπλήρωνε όλα τα θρησκευτικά του καθήκοντα, θυσίαζε
με επιμέλεια στον καθορισμένο χρόνο και στόλιζε τα αγάλματα των θεών που του
κληροδότησαν οι πρόγονοί του.
Κατ’ αναλογίαν,
ο Απουλήϊος, όταν δικάστηκε για μαγεία, είπε ότι ο κατήγορός του δεν ήταν
ευσεβής και επικαλέστηκε για μαρτυρία το ότι ποτέ δεν πήγε σε ναό ούτε
προσευχήθηκε σε θεό. Ούτε είχε, ο αντίδικός του, κανέναν ιερό χώρο ή άλσος στο
κτήμα του… ούτε καν στεφανωμένο κλωνάρι.
Το πιο
ουσιώδες, κοινό, χαρακτηριστικό των θρησκευτικών λατρειών ήταν ότι είχαν
θεσπιστεί από τους προγόνους. Οι Ρωμαίοι, ειδικά, απέδιδαν την ίδια την
αυτοκρατορική τους δόξα στην αυστηρή τήρηση της θρησκείας που οριζόταν ως «η
λατρεία των θεών». Πίστευαν δε ακράδαντα ότι, «όταν η θρησκεία καταφρονείται,
όλο το κράτος υποφέρει».
Ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος,
στο τέλος του δεύτερου αιώνα π.Χ., διατυπώνει μια αρνητική άποψη για τον λαό,
την οποία συμμερίζονταν οι ανώτερες ρωμαϊκές τάξεις: η θρησκεία στην υπηρεσία
της πολιτικής και της διοίκησης είναι αναγκαιότητα.
Η λατρεία του αυτοκράτορα,
ένα από τα δάνεια του ελληνιστικού κόσμου, έπαιζε σημαντικό κοινωνικο-πολιτικό
ρόλο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, στο οποίο και είχε γεννηθεί. Από
την άλλη, μεριά, στο δυτικό τμήμα βρίσκουμε αναθηματικές προσφορές και άλλα
αφιερώματα σε ελάσσονος σημασίας τοπικούς θεούς, όπως ο κελτικός θεός Fagus, ή
ακόμα κι ασήμαντες θεότητες όπως ο Anociticus…
Στην προσπάθειά
του να προσδιορίσει την θρησκεία του ρωμαϊκού κόσμου των ημερών της έλευσης του
Χριστού, ο συγγραφέας Τζέφρυ ντε Σαιντ Κρουά (Geoffrey Ernest Maurice de Sainte
Croix) μελέτησε πολλά τεκμήρια, όπως κείμενα
της ελληνικής, λατινικής και ιουδαϊκής γραμματείας, επιγραφές, όπως και
μεγάλη ποικιλία εικαστικών έργων. Σίγουρα υπήρχε ένα ρωμαϊκό ύφος μέχρι το
τέλος του αρχαίου παγανισμού, όμως «ένα μεγάλο μέρος του ρωμαϊκού κόσμου ήταν
ελληνικό, υπό την έννοια ότι σκεφτόταν, μιλούσε και έγραφε ελληνικά,
τουλάχιστον οι ανώτερες τάξεις…», γράφει ο ντε Σαιντ Κρουά (Ο Χριστιανισμός και
η Ρώμη, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005). Πράγματι, από πολύ νωρίς στην ρωμαϊκή ιστορία,
η θρησκεία των εκπαιδευμένων Ιταλών βαθμιαία εξελληνίστηκε. «…Την τελευταία προ
Χριστού γενιά, οι ελληνικές θρησκευτικές ιδέες και τα ελληνικά στερεότυπα είχαν
διεισδύσει σε όλα τα επίπεδα της ρωμαϊκής θρησκείας…», κατά τον ίδιο συγγραφέα.
Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος
γραμματείας σχετικά με τους διωγμούς των Χριστιανών κατά την τελευταία περίοδο
της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Σαιντ Κρουά διαχωρίζει τους διωγμούς σε τρεις
διαφορετικές περιόδους: Η πρώτη περίοδος των διωγμών κράτησε μέχρι το 64 μ.Χ.,
την μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε την Ρώμη. Όλη αυτή την πρώϊμη εποχή, οι διωγμοί
των Χριστιανών δεν γίνονται κεντρικά από την ρωμαϊκή διοίκηση. Οι περισσότεροι
Χριστιανοί που μαρτύρησαν ήταν θύματα της εχθρότητας των Ιουδαίων. Η δεύτερη
περίοδος, που γίνονται πολλοί τοπικοί διωγμοί, αρχίζει μετά την καταστροφή από
την φωτιά και διαρκεί μέχρι το 250/251. Η Τρίτη και τελευταία ξεκινάει με τον
γενικό διωγμό του Δέκιου (251 μ.Χ.) και τελειώνει με την ήττα του Λικίνιου το
324 μ.Χ. Ο Μεγάλος Διωγμός του Διοκλητιανού άρχισε το 303 μ.Χ. και διήρκεσε
πολλά χρόνια, κυρίως στην Ανατολή. Οι Χριστιανοί διακήρυτταν είτε ότι οι θεοί
των εθνικών δεν υπήρχαν είτε ότι ήταν κακόβουλοι δαίμονες.
Η προγραφή του Χριστιανισμού
ξεκίνησε γιατί οι εθνικοί θεωρούσαν τους Χριστιανούς αιτία κάθε δημόσιας
καταστροφής και δυστυχίας, όπως λέει ο Χριστιανός συγγραφέας Τερτυλλιανός στα
τέλη του δεύτερου αιώνα.
«Αν ο Τίβερης ξεχειλίσει ή αν
ο Νείλος δεν ξεχειλίσει, αν έρθει ξηρασία ή γίνει σεισμός, αν πέσει λιμός ή
θανατηφόρα επιδημία, αμέσως υψώνεται η κραυγή: Οι Χριστιανοί στα λιοντάρια!».
Η κυριότερη κατηγορία απέναντί τους ήταν να λένε: «Δεν λατρεύετε τους θεούς και
δεν προσφέρετε θυσίες για τους αυτοκράτορες».
Στην εποχή του Χριστού,
πλέον, οι πιο μεγάλες αγροτικές περιουσίες ανήκαν στους Ρωμαίους και όχι στους
Έλληνες. Μολονότι ο Ιησούς έζησε και κήρυξε σχεδόν αποκλειστικά στην ύπαιθρο, ο
Χριστιανισμός απλώθηκε από πόλη σε πόλη στον ελληνορωμαϊκό κόσμο!
Η διάδοση της «κοινής»
ελληνικής γλώσσας είχε προετοιμάσει την Οικουμένη να καταλάβει τα Ευαγγέλια και
οι σοφοί της ελληνιστικής περιόδου βοήθησαν να διαμορφωθούν τα δόγματα της
χριστιανικής θρησκείας.
Μέσα σ' αυτό τον κόσμο
γεννήθηκε ο Χριστιανισμός, επιβίωσε από τους συνεχείς διωγμούς και αναπτύχθηκε
στους κόλπους της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας, έως ότου πήρε την εξουσία τον
τέταρτο μ.Χ. αιώνα.
Για τον λόγο αυτόν η γνώση
της μακράς ελληνιστικής εποχής έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς, τόσο για την αυτογνωσία
μας ως Ελλήνων όσο και για την κατανόηση της σημερινής παγκοσμιοποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου