Ιστορικά και γεωπολιτικά θεμέλια για μια ελληνορωσική στρατηγική προσέγγιση
Κυρίες και Κύριοι,
αγαπητοί φίλοι,
Ευχαριστώ πολύ τους
οργανωτές για την πρόσκλησή τους να μιλήσω σε αυτό το Φόρουμ και τους συγχαίρω
για την πρωτοβουλία τους, μια πρωτοβουλία που, τολμώ να πω, μάλλον άργησε πολύ
στην πραγματικότητα. Το δυναμικό των ελληνορωσικών σχέσεων είναι τεράστιο,
δυστυχώς όμως, σπάνια στην ιστορία μας, υλοποιήθηκε. Κάλλιο αργά βέβαια παρά
ποτέ, λέει ο λαός μας.
Ο τέως Υπουργός
Εξωτερικών, ο Πέτρος Μολυβιάτης μου διηγήθηκε μια μέρα τη συζήτηση που είχε με
τον πρώην σοβιετικό Πρόεδρο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, καθώς τον συνόδευε στο
αεροδρόμιο, μετά από μια επίσκεψή του στην Αθήνα. Ο Γκορμπατσώφ εξέφρασε την
ικανοποίησή του για τη συνομιλία με τον Καραμανλή και την προθυμία του να κάνει
κάτι για την Ελλάδα. Αυτό που μπορείτε να κάνετε για την Ελλάδα, αλλά και για
τον κόσμο όλο, του απάντησε ο Μολυβιάτης, είναι να ξαναγίνετε μεγάλη δύναμη.
Ακούγοντας τον ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, συγκινημένος, έσκυψε και τον φίλησε.
Γιατί ένας
συντηρητικός Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός να επιθυμεί τόσο πολύ μια ισχυρή
Ρωσία; Γιατί ένας Μακάριος, που ξεκίνησε με πολύ φιλοαμερικανικές και
συντηρητικές ιδέες την πολιτική του διαδρομή, στέλνει το 1964 τον Βάσσο
Λυσσαρίδη να συναντήσει στο Σότσι τον Νικήτα Χρουστσώφ, για να ζητήσει τη
συνδρομή των Σοβιετικών προς την απειλούμενη Κύπρο; Κι όταν ο Βάσσος Λυσσαρίδης
ρώτησε τον Χρουστσώφ, αν θα βοηθήσει την Κυπριακή Δημοκρατία απέναντι στις ήδη
εκδηλούμενες απειλές της Τουρκίας, ο Γενικός Γραμματέας τούδειξε τις εληές που
τρώγανε και τούπε «είναι από τη χώρα σου». Κυπριακές είναι; ρώτησε ο
Λυσσαρίδης. Όχι ελληνικές, του απάντησε ο σοβιετικός ηγέτης, προτού του πει
ότι η χώρα του δεν θα επιτρέψει στην Τουρκία να υλοποιήσει τις απειλές της. Το
αποτέλεσμα της συνομιλίας ήταν η σοβιετική προειδοποίηση προς την Ουάσιγκτον
και η επιστολή Τζόνσον στον Ινονού που ακολούθησε αποτρέποντας, τότε, την
τουρκική επέμβαση.
Η στάση του Μολυβιάτη
ή του Μακάριου δεν είναι μια παράξενη εξαίρεση. Ακόμα και στο απόγειο του
Ψυχρού Πολέμου, τη στιγμή που δύο πάνοπλοι συνασπισμοί απειλούσαν να αφανίσουν
ο ένας τον άλλο και η Ευρώπη είχε χωριστεί από μια αδυσώπητη σύγκρουση ιδεών
και αξιών, που όμοιά της ίσως δεν γνώρισε ποτέ μετά τους θρησκευτικούς
πολέμους, και πάλι ο ελληνικός και ο ρωσικός χώρος έμοιαζαν να θέλουν να
συντηρήσουν αυτή την ιδιαίτερη δική τους σχέση, να την προστατεύσουν όσο
γινόταν από τις τιτανομαχίες στις οποίες είχαν εμπλακεί, σε ένα μακρότερο
θάλεγα επίπεδο ιστορικού χρόνου. Αν για τους Έλληνες αριστερούς, ήταν φυσική η
συμπάθεια προς τη σοβιετική Ρωσία, δεν είναι όμως καταρχήν τόσο εύκολα
κατανοητή η ίδια συμπάθεια, προερχόμενη από την σφόδρα αντικομμουνιστική και
έντονα φιλοαμερικανική συντηρητική παράταξη της χώρας.
Τι είναι άραγε αυτό
που συνδέει τους Έλληνες με τους Ρώσους τόσο μοναδικά ιδιαίτερο, ακόμα κι όταν
το κοινωνικό καθεστώς και η διεθνής ένταξη των δύο χωρών βρέθηκαν στους
αντίποδες; Γιατί η πολιτική φιλίας με τη Ρωσία είναι, διαχρονικά και ανεξάρτητα
συχνά παρατάξεων, τόσο δημοφιλής στον ελληνικό λαό, συχνά και στην ηγεσία του;
Στο κάτω κάτω, δεν λείπουν και οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι Έλληνες
διακρινόμαστε για τον έξαλλο και αυτοκαταστροφικό, έστω κι αν καμμιά φορά
μπορεί να γίνει και τόσο γοητευτικός, ατομικισμό μας. Οι Ρώσοι είναι ο πιο
συλλογικός λαός της Ευρώπης, έστω κι αν η συλλογικότητα αυτή πήρε ενίοτε πολύ
δεσποτικές μορφές και έγινε βραχνάς στην εξέλιξη της ίδιας της Ρωσίας και όλης
της Ευρώπης. Και οι Έλληνες και οι Ρώσοι είναι λαοί πολύ δύσκολοι να κυβερνηθούν, η
σχέση του Έλληνα όμως και η σχέση του Ρώσου με την εξουσία είναι πολύ
διαφορετικές.
Αλλά τι εξηγεί άραγε
και τον τρόμο, την απέχθεια, που τόσο φανερά προκαλεί οποιαδήποτε ελληνορωσική
προσέγγιση, τόσο φυσιολογική μεταξύ δύο ομοδόξων και ιστορικά συνδεόμενων
εθνών, στις δύο Αυτοκρατορίες που διαφέντεψαν τον κόσμο μας τους τελευταίους
αιώνες, την αγγλική και την αμερικάνικη; Ποιόν κίνδυνο για την δική τους
εξουσία τους μοιάζουν να αναγνωρίζουν διαχρονικά σε οποιαδήποτε στενότερη σχέση
Ελλάδας και Ρωσίας; Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί
να είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική θα είναι οπωσδήποτε αγγλική, υποστηρίζει
στα μέσα του 19ου αιώνα ο Sir
Edmund Layons, Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα. Ενάμιση αιώνα
αργότερα, ο θεωρητικός της σύγκρουσης των πολιτισμών Σάμιουελ Χάντιγκτον
κατηγοριοποιεί, από κοινού και με ελάχιστα συγκαλυμμένη εχθρική διάθεση, στον
«ορθόδοξο κόσμο» Ελλάδα και Ρωσία και ο Μάθιου Μπράιζα από το Στέιτ
Ντηπάρτμεντ, μας εξηγεί γιατί δεν πρέπει να θέλουμε και να χρειαζόμαστε
ελληνορωσικούς αγωγούς αερίου και πετρελαίου.
Μερικοί θα αποδώσουν
τον βαθύ, επίμονο ελληνορωσικό «έρωτα» στο διάβα των αιώνων, στον ρόλο της
θρησκείας. Είναι σωστό, αλλά μόνο εν μέρει. Και πάντως σήμερα, κατά
τη δικιά μου τουλάχιστον άποψη, ξέρω ότι αρκετοί μπορεί να διαφωνήσετε, η
θρησκεία δεν παίζει στην πραγματικότητα καθοριστικό ρόλο, ούτε στην ρωσική
μετασοβιετική κοινωνία, ούτε στην Ελλάδα. Οπωσδήποτε δεν παίζει τον ρόλο που
παίζει αίφνης ο καθολικισμός σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ισπανία, η Ιρλανδία,
για να μη μιλήσουμε για το Ισλάμ. Ακόμα κι όταν σημειώνεται μια ενδυνάμωση του
ρόλου της, αυτή η ενδυνάμωση έχει μάλλον να κάνει με τον ρόλο της ως πολιτικού
δόγματος, «μεταβατικής» πολιτικο-ιδεολογικής άμυνας απέναντι στην
«παγκοσμιοποίηση», σε ένα διεθνές περιβάλλον ήττας του «σοσιαλισμού» και
αποδοκιμασίας του «εθνικισμού», παρά με μια πραγματική εμβάθυνση του
θρησκευτικού συναισθήματος ή του ρόλου του στην κοινωνική οργάνωση.
Δεν θέλω με αυτά να
υποτιμήσω τον ρόλο της κοινής θρησκευτικής πίστης στην εμφάνιση της
ελληνορωσικής φιλίας και στη μεγάλη σημασία που και σήμερα μπορεί να έχει ως
παράγων προσέγγισης των δύο εθνών. Αν όμως είναι ένα από τα αίτια της
προσέγγισης, στην πραγματικότητα, η κοινή θρησκευτική επιλογή είναι ομοίως και
αντανάκλαση μιας βαθύτερης κοινότητας, παρά τις πολλές εξωτερικές διαφορές,
βιωμάτων και εμπειριών που αποκόμισαν Έλληνες και Ρώσοι στην
ιστορική τους πορεία και του τρόπου που συνακόλουθα αντιμετωπίζουν τον κόσμο.
Μια θρησκευτική επιλογή δεν είναι μόνο μια επιλογή ηθική, φιλοσοφική ή
μεταφυσική. Και πάντως, για τους ηγεμόνες του Κιέβου ήταν ασφαλώς επιλογή
πολιτικού, τουλάχιστον όσο και θρησκευτικού δόγματος. Ιστορικά άλλωστε, μια
επιλογή θρησκευτικού δόγματος συχνά στην ιστορία ανταποκρίθηκε και εξέφρασε
έναν ορισμένο τύπο κοινωνικής εξέλιξης και γεωπολιτικής θέσης.
Έλληνες και Ρώσοι
μπήκαμε με καθυστέρηση στη νεώτερη εποχή. Αμφότεροι αντιμετωπίσαμε φοβερές
απειλές από την Ανατολή, απειλές που συχνά εμπόδισαν και «παραμόρφωσαν» την
κοινωνική και πολιτική μας εξέλιξη. Ακόμα και σήμερα διακρίνει κανείς στους δύο
λαούς και τα δύο κράτη τα κατάλοιπα μακραίωνων περιόδων δουλείας που χρειάστηκε
να υποστούν Έλληνες και Ρώσοι, όπως διακρίνει κανείς επίσης, σε προνομιακές
ιστορικές στιγμές, μια μεγάλη φιλοδοξία και μια πίστη στον ειδικό μας ρόλο.
Πίστη που στηρίζει και τροφοδοτεί, όταν τουλάχιστο ξέρουμε να την κρατάμε σε
κάποιο εύλογο μέτρο, εκτός από την ανάμνηση του κατ’ εμέ, αν μου επιτρέπετε αυτή
την καυχησιά, λαμπρότερου πολιτισμού της ανθρώπινης ιστορίας, του πολιτισμού
των Ιώνων, του Περικλή και του Πρωταγόρα, επίσης στηρίζει και τροφοδοτεί η
διεκδίκηση της κληρονομιάς μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας, που διαφέντεψε επί μία
χιλιετία αυτά εδώ τα μέρη. Το Βυζάντιο, ακόμα κι όταν αποδοκιμάστηκε ή
χρειάστηκε να κρυφτεί κάτω από τη λάμψη νέων δογμάτων, ερώτων ή παθών,
εξακολουθεί και σήμερα να επηρεάζει σημαντικά το υπόβαθρο της κουλτούρας μας
και τη μήτρα πολλών από τις συμπεριφορές μας. Όταν πήγα ανταποκριτής στη
Μόσχα, θυμάμαι πόση δυσκολία είχα στην αρχή να ερμηνεύσω τα τεκταινόμενα στο
Πολιτικό Γραφείο, επί τη βάσει των γνώσεών μου για το κομμουνιστικό κίνημα.
Ευτυχώς, αξιόλογοι Ρώσοι φίλοι που κατάλαβαν τη δυσκολία μου, με έστειλαν
σύντομα να διαβάσω βυζαντινή ιστορία.
Όσο φοβερές κι αν
ήταν όμως για τα έθνη μας οι απειλές από την Ανατολή, πολύ πιο περίπλοκες ήταν
οι προκλήσεις που έθεσε στις κοινωνίες μας η Δύση, μια Δύση που ήταν μεγάλος
δάσκαλος και ακόμα πιο επίφοβος εχθρός, όπως σημειώνει στην εισαγωγή της
μνημειώδους Ιστορίας του της Ρωσικής Επανάστασης ο
Λέων Τρότσκι. Μήπως δεν ήταν οι δυτικοί Σταυροφόροι που λεηλάτησαν την
Κωνσταντινούπολη, πεντακόσια χρόνια ήδη πριν από την αποβίβαση του Κολόμβου στην
αμερικάνικη ήπειρο; Δύο φορές τους τελευταίους δύο αιώνες οι στρατιές του
Ναπολέοντα και του Χίτλερ παρολίγον να γονατίσουν τη Ρωσία, ενώ ακόμα πιο
επίφοβη κι από τις στρατιές αυτές απεδείχθη στις μέρες μας η δύναμη των
εμπορευμάτων, των ιδεών και του παραδείγματος του δυτικού, ιδίως αμερικάνικου
καπιταλισμού. Κρινόμενη με όλους τους αντικειμενικούς δείκτες, οικονομικούς,
κοινωνικούς, δημογραφικούς, διεθνούς βάρους, η κρίση των χωρών της πρώην
Σοβιετικής Ένωσης ξεπέρασε σε βάθος και σφοδρότητα οτιδήποτε
γνωρίσαμε στις αναπτυγμένες χώρες από την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Η Ρωσία
ξεπερνάει τώρα την κρίση της και η μακρά της «ασθένεια», αν μου επιτρέπετε τον
όρο, της επιτρέπει ίσως να βρει τώρα μεγαλύτερο δυναμισμό και ζωντάνια από αυτή
που διέθετε στην ύστερη σοβιετική περίοδο. Ελπίζω η τόσο απαραίτητη ανάκαμψη
του ρωσικού κράτους που ήδη διαπιστώνουμε να επεκταθεί και σε μια κοινωνία που
τόσα υπέφερε και τόσο ματαιώθηκε στις διαδοχικές προσδοκίες της, γιατί
μακροχρόνια, αν κάτι απέδειξε η κατάρρευση του «κομμουνισμού», είναι ότι δεν
μπορεί τελικά να υπάρξει ισχυρό κράτος σε μια αδύναμη κοινωνία. Ελπίζω επίσης
ότι η νέα Ρωσία, που τώρα ανατέλλει, θα νοιώθει την ανάγκη νάναι πιο σοφή, πιο
διαλεκτική, λιγότερο ακραία απότι στο παρελθόν, εφευρίσκοντας μια καλύτερη
ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμείς», κι από αυτή που διέκρινε ιστορικά
τους δεσποτισμούς της κι από αυτή που χαρακτήρισε την απόλυτη παρακμή των
φιλοκαπιταλιστών «Νεορώσων», τα είκοσι τελευταία χρόνια.
Οι μακραίωνες
δουλείες που υποφέραμε έκανε πιο άγριες τις εξεγέρσεις μας και η ανάγκη να
ανταποκριθούμε στις δυτικές προκλήσεις μας υποχρέωσε σε μεγάλες επαναστάσεις.
Δεν είχαμε την ευκαιρία του Μέσου Βασιλείου, να μείνουμε χιλιάδες χρόνια
απερίσπαστοι υφαίνοντας την τέχνη του κυβερνάν, ούτε την τύχη των ιταλικών
πόλεων που, συγκεντρώνοντας αυτή την πρωτοφανή πυκνότητα πνευματικής δύναμης σε
συνθήκες ελευθερίας, δημιούργησαν το θαύμα της Αναγέννησης, γέννησαν τον
Μακιαβέλλι κι έβαλαν τις βάσεις της νεώτερης εποχής. Η ακρότητα και η εσωτερική
διάσπαση αναγκαστικά μας χαρακτήρισαν, καθιστώντας τόσο συχνά αναγκαία την
προσφυγή στον αυταρχισμό, τελικό διαιτητή αντιθέσεων και επιρροών που εξέφραζαν
μεν τις διαφορετικές μας ανάγκες, αλλά που δεν μπορούσαμε να συνθέσουμε.
Δεν θέλω να συζητήσω
τώρα τον ρόλο της Ρωσικής Επανάστασης, που είμαι βέβαιος ότι θα απασχολεί έτσι
κι αλλιώς για αιώνες την ανθρωπότητα. Προσωπικά γέλασα πολύ διαπιστώνοντας τις
προάλλες τη λύσσα και την απελπισία με την οποία οι Τάιμς, ενός Λονδίνου που
μπορεί να έχασε την Αυτοκρατορία του, όχι όμως και τα χούγια της, σχολίαζαν μια
απόφαση ρωσικού δικαστηρίου που χαρακτήριζε πολιτική πράξη την εκτέλεση του
Τσάρου. Η αποτίμησή της Επανάστασης δεν είναι θέμα που κρίθηκε, ούτε
απαντήθηκαν τα ζητήματα που η ίδια έθεσε. Από μια άποψη η Επανάσταση απομόνωσε
τη Ρωσία, από μια άλλη όμως την έβαλε στο κέντρο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας
ιστορίας. Το πιο φιλόδοξο κοινωνικό πείραμα της Ιστορίας απέτυχε, τουλάχιστον
συγκρινόμενο με τη μεζούρα που το ίδιο έβαλε στον εαυτό του, αλλά στην
πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκα τα κριτήρια της Ιστορίας. Εγώ δεν
συμφωνώ με τον μηδενισμό αρκετών σπουδαίων επιτευγμάτων της σοβιετικής
περιόδου, παρά το τελικό αδιέξοδο του καθεστώτος αυτού και θεωρώ πολύ μικρές
τις δικές μου δυνάμεις για να αποπειραθώ με την ευκολία της άγνοιας και της
βλακείας, τις τόσο εύκολες γενικεύσεις που διακρίνουν την εποχή μας, εποχή
δικτατορίας όλο και πιο εφήμερων τηλεοπτικών εντυπώσεων.
Όσο για μας τους Έλληνες, πραγματοποιήσαμε τους τελευταίους δύο αιώνες τρεις μεγάλες, διεθνούς
ακτινοβολίας επαναστάσεις, έστω κι αν δεν θέλουμε πολύ να τις διεκδικήσουμε.
Αναφέρομαι στην επανάσταση του 1821, αστραπή στη νύχτα της ευρωπαϊκής Ιεράς
Συμμαχίας και δεύτερη μεγάλη ευρωπαϊκή επανάσταση μετά τη γαλλική, στην
ελληνική εθνική αντίσταση κατά του Χίτλερ, κατά την ταπεινή μου γνώμη τη
σημαντικότερη, συγκριτικά με το μέγεθος της χώρας μας στην Ευρώπη, και την
επανάσταση της ΕΟΚΑ κατά των Άγγλων το 1955-59, πρωτοπορία του παγκόσμιου
αντιαποικιακού αγώνα. Οι επαναστάσεις όμως αυτές δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν
κι έτσι, το σχέδιο του νεώτερου ελληνικού κράτους παρέμεινε αρκετά υποθηκευμένο.
Προσπάθησα με όσα
είπα να δείξω τη συγγένεια, παρά τις μεγάλες φαινομενικές διαφορές, των
ιστορικών διαδρομών και της γεωπολιτικής θέσης της Ρωσίας και της Ελλάδας, αυτό
που ονομάζω κοινό «γεωπολιτικό βίωμα», αν μου επιτρέπετε αυτό τον όρο, ένα
«βίωμα» που ενισχύεται και ενισχύει την κοινή θρησκευτική πίστη και διατηρεί
ζωντανή την αγάπη των Ελλήνων προς τους Ρώσους. Πως όμως αυτές οι τάσεις αυτές
εκδηλώνονται στη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα?
Ο κόσμος μας
«ιδρύθηκε» το 1989, με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και, αργότερα,
της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν ήταν αποτέλεσμα μιας δράσης για την αναμόρφωσή του,
μιας δράσης που είχε ως αρχικό της κίνητρο να κάνει τον Άνθρωπο υποκείμενο της
ιστορίας του, όπως ο κόσμος που προέκυψε από το 1789 και το 1917, ή ο κόσμος
της «φαντασίας στην εξουσία», της γενικευμένης αυτοδιαχείρισης, που
ονειρεύτηκαν οι εργάτες και φοιτητές του Παρισιού στα 1968, αλλά μάλλον το
αποτέλεσμα της κατάρρευσης διαδοχικών σχεδίων ριζικής αναμόρφωσης. Οικονομικά,
ο κόσμος μας συγκροτήθηκε με τον φιλελευθερισμό, τις ιδέες του Χάγιεκ και του
Φρήντμαν, την πολιτική του Ρήγκαν και της Θάτσερ, την κυριαρχία δηλαδή της
αγοράς επί των κοινωνιών και των κρατών, των Αγγλοαμερικανών και Ισραηλινών επί
των υπολοίπων. Πολιτικά, ο Φουκουγιάμα, ο Χάντιγκτον, ο Μπρεζίνσκι διαφέρουν
κατά τη διάγνωση, όχι όμως κατά την επιδίωξη, που δεν είναι άλλη από έναν νέο
αμερικανικό αιώνα – ορισμένοι τον ονομάζουν αμερικανοεβραϊκό. Ήδη από τις
αρχές της δεκαετίας του 1990, οι εκθέσεις Τζερεμάια και Βούλφοβιτς για την
αναθεώρηση της αμερικανικής στρατηγικής, αναφέρουν ως πρώτο στόχο πολιτικής την
αποτροπή ανάδειξης αντίπαλου δέους στην αμερικανική μονοκρατορία. Πρέπει να
αποτραπεί επίσης η συμμαχία δύο ή περισσοτέρων από τους υποδεέστερους πόλους
του διεθνούς συστήματος, γι’ αυτό και προκάλεσαν τόση αναστάτωση και τόση
εχθρότητα στην Ουάσιγκτον, με τα ανοίγματά τους στον Πούτιν, Σιράκ, Σρέντερ,
Παπαδόπουλος, Καραμανλής. Το 2001, σε μια συνέντευξη που είχα την ευκαιρία να
πάρω από τον πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πατρός Μπους, ο Μπρεντ
Σκώουκροφτ προσδιόρισε ως εξής το δέον για την αμερικανική πολιτική απέναντι
στην Κίνα: «Πρέπει να έχουμε καλύτερες σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο από
όσες αυτοί μπορούν να έχουν μεταξύ τους». Διαβάζοντας κανείς την έκθεση CleanBrake που
παρήγγειλε το 1996 ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου στους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούτς
αντιλαμβάνεται με ενάργεια πως οι σημερινοί πόλεμοι στη Μέση Ανατολή δεν
σχεδιάστηκαν μόνο για την κατάκτηση και των πετρελαίων της, αλλά ως το
προνομιακό εργαλείο εμπέδωσης μιας παγκόσμιας κυριαρχίας, ως ύψιστη
αυτοκρατορική άσκηση, σε έναν χώρο που κρίθηκε προνομιακός γι’ αυτό. Αυτό είναι
το σχέδιο της Αυτοκρατορίας, όπως οι ίδιοι οι Αμερικανοί θεωρητικοί το
ονομάζουν, ήδη από το 2003. Πρόκειται για την Αυτοκρατορία της
παγκοσμιοποίησης, μια αυτοκρατορία που δεν μπορεί παρά να εξελιχθεί σε
ολοκληρωτική, από την ίδια την έκταση και τη φύση της φιλοδοξίας της.
Αυτό το σχέδιο
παρήγαγε τις πολιτικές διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό το
σχέδιο οδήγησε στον ματοβαμμένο κατακερματισμό των Βαλκανίων, στην προσπάθεια
να στραφούν οι περιφερειακές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες εναντίον της Ρωσίας.
Η Νέα Ευρώπη του Ντόναλντ Ράμσφλεντ επιχειρείται να ενωθεί με τις δυτικές
σοβιετικές δημοκρατίες, σε μια ζώνη ημιπροτεκτοράτων, απόλυτης αμερικανικής
επιρροής, που θα παρεμβληθεί μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας αποτρέποντας για πάντα
την αναβίωση του πνεύματος του Ραππάλο, του άλλου διαχρονικού «εφιάλτη»
Οιυάσιγκτον και Λονδίνου. Τα Βαλκάνια κατατεμαχίζονται σε μια ζώνη μη βιώσιμων
δουκάτων – προτεκτοράτων, συχνά στα χέρια μαφιών που συνδέονται με ξένες
δυνάμεις. Στον νότο, με άξονα τον αγωγό Μπακού – Τσεϊχάν επιχειρείται η
οικοδόμηση ενός βέλους επιρροής που ξεκινά από τα Βαλκάνια, προχωρά στη Μαύρη
Θάλασσα, τον Καύκασο, την Κασπία για να φτάσει στο κινεζικό Σινγιάνγκ,
παρεμβαλλόμενο ανάμεσα στη Ρωσία και τον ισλαμικό κόσμο. Για τον Μπρεζίνσκι, το
Ουζμπεκιστάν μοιάζει το ίδιο ζωτικό με την Οκλαχόμα για την Αμερική. Η Αμερική
επιχειρεί να στριμώξει τη Ρωσία σε μια βόρεια ζώνη της Ευρασίας, απομονωμένη
και δύσκολα υπερασπίσιμη στρατιωτικά, την απειλεί, και μαζί όλους μας, με την
αναθεώρηση της δομής ελέγχου των εξοπλισμών που μας κληροδότησε ακόμα κι αυτός
ο τρομερός κατά τα άλλα ψυχρός πόλεμος, θεμέλιο της οποίας υπήρξε η συνθήκη
ΑΒΜ.
Αυτή η πολιτική όμως
έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση και με ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα
είναι από τα παλαιότερα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, το μόνο όμως που
αντιμετωπίζει πρόβλημα ασφάλειας μάλλον από ένα άλλο μέλος της Συμμαχίας, παρά
από τους αντιπάλους της Συμμαχίας. Η ανάδυση της Τουρκίας ως κύριου μεταφορέα
ενέργειας από την Ασία στην Ευρώπη δεν είναι προς όφελός μας. Η δημιουργία μιας
ζώνης δουκάτων-προτεκτοράτων στα κατεστραμμένα Βαλκάνια επίσης δεν είναι, γιατί
μια τέτοια ζώνη αμερικανοτουρκικής κυριαρχίας από την Αδριατική μέχρι την Κύπρο
και το Κουρδιστάν, αναπόφευκτα θα επιδιώξει να αφομοιώσει την Ελλάδα,
καταστρέφοντας όποιο υπόλειμμα ανεξαρτησίας, και μαζί κοινωνικών κατακτήσεων
και δημοκρατίας, της απομένει. Το αμερικανικό σχεδόν μονοπώλιο στους ελληνικούς
εξοπλισμούς καθιστά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη την ελληνική άμυνα.
Σε αυτό το στρατηγικό
πλαίσιο πρέπει να καταλάβουμε την ελληνορωσική συνεργασία. Ο αγωγός
Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη μειώνει την εξάρτηση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου
από τον τουρκικό έλεγχο των Στενών. Ο αγωγός Σάουθ Στρημ απεξαρτά εν μέρει την
παροχή ρωσικού αερίου στην Ευρώπη από τα καπρίτσια του Κιέβου και της Άγκυρας
και εμπεδώνει τη διμερή σχέση μας. Η ελληνορωσική στρατιωτική συνεργασία είναι
επίσης στρατηγικής σημασίας για τις δύο χώρες. Η διπλωματική και πολιτική μας
συνεργασία είναι κρίσιμης σημασίας, με δεδομένη τη συμμετοχή της Ελλάδας στο
ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ως γέφυρα κατανόησης σε ταραγμένους καιρούς στην Ευρώπη.
Οι πολιτικές αυτές
δεν στρέφονται εναντίον των ΗΠΑ, είναι κατ’ ουσίαν αμυντικές πολιτικές, που
προστατεύουν τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης και τη δυνατότητά μας να
συνεχίζουμε την ιστορική μας πορεία, όσο είναι αυτό δυνατόν, ως κάπως
ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι λαοί. Θα ήταν ίσως και προς το συμφέρον τους, αν οι
Βορειοαμερικανοί φίλοι μας καταλάβαιναν τα κίνητρα και τη σημασία αυτής της
πολιτικής. Άλλωστε, η παγκόσμια οικονομική κρίση και οι καταστροφές στη Μέση
Ανατολή θάπρεπε να γίνουν μαθήματα για όσους τις προκάλεσαν. Οι αναπτυγμένες
χώρες, αυτές που κυριάρχησαν στον κόσμο τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, πρώτα
απ’ όλα οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ευρωπαϊκά κράτη, θα έπρεπε να
συνειδητοποιήσουν ότι αντικειμενικά δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε πολύ με τα
ένστικτα και την κουλτούρα του Νεάντερταλ, να διαπραγματευθούν τη διάλυση της
δικής τους παγκόσμιας κυριαρχίας, προς όφελός μιας πολύ διαφορετικά οργανωμένης
ανθρωπότητας. Ξέρω πόσο ακραία ουτοπικό, απραγματοποίητο μοιάζει ένα τέτοιο
σχέδιο, ξέρω όμως επίσης ότι το ανθρώπινο γένος θα δυσκολευτεί πολύ να «βγάλει»
ακόμα και τούτο τον αιώνα, με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Δυστυχώς δεν
ξέρουμε αν θα συμβεί αυτό. Οι αυτοκρατορίες δύσκολα αυτοπεριορίζονται και συχνά
αναζητούν σε νέους τυχοδιωκτισμούς τη λύση των προβλημάτων τους. Ελπίζω να μην
γίνει αυτό, αλλά επειδή δεν ξέρουμε τι θα γίνει και επειδή το διεθνές
περιβάλλον είναι τόσο επικίνδυνο, γι’ αυτό και η σημασία της ελληνορωσικής
στρατηγικής συνεργασίας ξεπερνάει κατά πολύ τα στενά, ειδικά συμφέροντα
των δύο χωρών.
Δεν θέλω να κάνω
κατάχρηση του χρόνου που οι οργανωτές έθεσαν στη διάθεσή μου, γι’ αυτό και δεν
θα αναφερθώ, όπως αρχικά σχεδίαζα, στα εμπόδια που συχνά ματαίωσαν την τόσο
επιθυμητή προσέγγιση Ελλάδας και Ρωσίας. Αν μου επιτρέπετε θα κάνω μόνο δύο
παρατηρήσεις για το θέμα αυτό. Γενικά μιλώντας, οι σχέσεις αυτές έπεσαν, σε
τελική ανάλυση, θύματα δύο κύκλων παγκόσμιας ηγεμονίας, ενός βρετανικού και
ενός αμερικανικού. Η σημερινή κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας, ενδεχομένως
προσφέρει δυνατότητες που δεν ήταν τόσο εύκολες στο παρελθόν. Εντούτοις, δεν
υπήρξε κάποιος αυτοματισμός, κάτι αναπόφευκτο στον τρόπο που δεν καταφέραμε,
παρά την αμοιβαία αγάπη μας, να συνεννοηθούμε στο παρελθόν. Ούτε οι σχέσεις μας
διακρίθηκαν μόνο από περιόδους ευτυχίας, είχαν και τις σκοτεινές πτυχές τους, η
μελέτη των οποίων είναι χρήσιμη για να ξέρουμε από που να προφυλαχτούμε και να
προστατεύσουμε τις σχέσεις μας στο μέλλον. Γιατί στο παρελθόν, συχνά οι ηγεσίες
και στη Μόσχα και στην Αθήνα υποτίμησαν τις σχέσεις και τις υπέταξαν σε
συγκυριακούς παράγοντες.
Είναι μεν γεγονός ότι
πολύ χάρηκαν στο Λονδίνο με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, είναι όμως
εξίσου γεγονός ότι βρέθηκε ελληνικό χέρι να οργανώσει, δια της δολοφονίας
αυτής, την υποταγή μας στην Αγγλία. Έναν αιώνα αργότερα, τι γύρευε ο Ελευθέριος
Βενιζέλος όταν έστελνε τους Έλληνες φαντάρους να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους
στην Ουκρανία; Ακόμα κι αυτός, δεν μπορούσε, παρά την τόσο πολιτική ιδιοφυΐα
του, να δει μια Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη. Τη διαχρονική τάση των Ελλήνων
πολιτικών να ενεργούν σε όρους εξάρτησης από την α ή β δύναμη, μια τάση που
ενεθάρρυνε και το μικρό μέγεθος της χώρας μας, πληρώθηκε συχνά ακριβά, και στη
Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Δυστυχώς, ούτε ο Βενιζέλος είχε εμπεδώσει την ιδέα
του Ρήγα για την ανάγκη της στήριξης στις δικές μας δυνάμεις.
Η ιδέα αυτή όμως δεν
γεννήθηκε μόνο για «θεωρητικούς» λόγους «αρχής» στο κεφάλι του Ρήγα. Είναι η
συμπύκνωση, το συμπέρασμα από την τραγωδία των Ορλωφικών και του Λάμπρου
Κατσώνη, από τις τότε ανεκπλήρωτες προσδοκίες ενός από Μηχανής Θεού, που πήραν
τη μορφή του «Ξανθού Γένους». Αν το διαχρονικό λάθος της ελληνικής ιθύνουσας
τάξης είναι η αγγλοπληξία και αμερικανοπληξία της, ήταν μείζων σφάλμα των
Ελλήνων επαναστατών, και τότε, και στον 20ό αιώνα, να βασίζουν τόσο πολλές
προσδοκίες στο τι θα έκανε η Μόσχα κι όχι στο τι οι ίδιοι μπορούσαν να κάνουν.
Αλλά και η Μόσχα από την πλευρά της υπέκυψε τότε στον κυνισμό και την αλαζονεία
της Μεγάλης Δύναμης, που κυττάει περιφρονητικά τα μικρά έθνη, ως απλά «πιόνια»
σε ένα παιχνίδι διεθνών ανταγωνισμών, ανίκανη να αντιληφθεί εν προκειμένω τη
μεγάλη αξία της ιδεολογίας ως οργανωτή πολύ βαθύτερων ιστορικών αναγκών. Ούτε
και ο Στάλιν κέρδισε τίποτα, συμφωνώντας με τον Τσώρτσιλ, τον Οκτώβρη του 1944,
την υπαγωγή του ελληνικού λαού, που τόσο μάτωσε εναντίον του Χίτλερ, στην
αγγλική σφαίρα επιρροής, μια συμφωνία που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και την
καταστροφή της Ελλάδας. Εκτός αν θεωρηθεί κέρδος για την αυτοκρατορία του μια
Πολωνία, που την πήρε με το ζόρι, ελπίζοντας ότι θα γίνει το ανάχωμα σε μια επόμενη
επίθεση, κι έγινε τελικά το εφαλτήριό της! Σήμερα, κάτω από την ηγεσία του
Πούτιν, η Ρωσία θεραπεύτηκε από τις προ είκοσι ετών αυταπάτες της, ότι θα έρθει
δηλαδή αυτόματα ο πολιτισμός να αντικαταστήσει την ισχύ στις διεθνείς σχέσεις,
αυταπάτες που πλήρωσε πανάκριβα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχασε τον Ψυχρό
Πόλεμο, ακριβώς γιατί υποτίμησε βαθιά την ισχύ των ιδεών και αισθημάτων των
ανθρώπων.
Τις δυσάρεστες αυτές
ιστορικές πραγματικότητες δεν τις θυμίζω εδώ για να υποτιμήσω την αξία της
ελληνορωσικής σχέσης, αλλά, αντίθετα, για να υποδείξω παράγοντες που μπορεί να
την απειλήσουν, επανεμφανιζόμενοι τυχόν με νέες μορφές. Άλλωστε, οι
«σκοτεινές» πλευρές των σχέσεών μας δεν αναιρούν καθόλου την τεράστια αξία της
ρωσικής συμβολής στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης ή τους κοινούς
δεσμούς που υφάναμε στην περίοδο του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα, ή την αξία
της συμπαράστασης της Ρωσίας στο κυπριακό, της σημαντικότερης που είχαμε
διεθνώς. Ούτε ήταν και για τη Ρωσία ασήμαντη η θέση που συχνά υιοθέτησε, σε
μείζονα διεθνή θέματα, η μικρή Ελλάδα και η μικρή Κύπρος. Αν θυμίζω και μερικές
δυσάρεστες ιστορικές πραγματικότητες, το κάνω κυρίως γιατί η ελληνορωσική σχέση
παραμένει πολύ εύθραυστη, έχει ισχυρούς εχθρούς, χρειάζεται να την
προστατεύσουμε. Ο πειρασμός για τη Μόσχα είναι να υποκύψει στην αλαζονεία της
οικονομικής σήμερα ισχύος της μεγάλης δύναμης, όπως κάποτε υπέκυψε στην
αλαζονεία της πολιτικής ή στρατιωτικής της ισχύος, να υποτιμήσει, για διάφορους
πρόσκαιρους, συγκυριακούς λόγους, το ιστορικό βάθος της ελληνορωσικής σχέσης.
Δεν είναι όμως το μέγεθος που κάνει μια δύναμη Μεγάλη, αλλά η ικανότητά της να
χρησιμοποιεί την όποια ισχύ της. Από την άλλη μεριά έχουμε ένα ελληνικό κράτος
σε πανθομολογούμενη κρίση, χωρίς στρατηγική και χωρίς μηχανισμούς ανάπτυξης
σχέσεων μη εξάρτησης. Έχουμε επίσης έναν πολιτικό κόσμο που συχνά στην ιστορία
μας προτίμησε να οργανωθεί πίσω από ξένες δυνάμεις, αντί να προβάλλει το έθνος
μας στη διεθνή αρένα. Πρέπει όλα τα ελληνικά κόμματα να συνειδητοποιήσουν την
αξία και να προστατεύσουν την ελληνορωσική σχέση και τις σημαντικότατες, αλλά
όχι οριστικές προόδους που έκανε τα τελευταία χρόνια, ιδίως στον ενεργειακό και
τον αμυντικό τομέα, αναπτύσσοντάς τες επίσης και στον τομέα των ελάχιστα
αξιοποιημένων, αλλά με τόσο μεγάλο δυναμικό, ελληνορωσικών πολιτιστικών
σχέσεων. Κυρίως όμως είναι ο ισορροπημένος χαρακτήρας της σχέσης, ο ουσιαστικός
αμοιβαίος σεβασμός, η βαθιά κατανόηση της ιστορικής σημασίας και του βάθους
αυτής της σχέσης, που θα την προστατεύσουν από κινδύνους και κακοτυχίες.
Κλείνοντας, θέλω και
πάλι να ευχαριστήσω τους οργανωτές αυτής της σπουδαίας εκδήλωσης, αλλά και να
χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να εκφράσω την ειλικρινή και μεγάλη
εκτίμησή μου στην ενέργεια και το πνεύμα πρωτοβουλίας του Αλεξάντρ Βντόβιν, που
τόσο συνέβαλε, από τη θέση του Πρέσβη της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα στην
πρόσφατη και θεαματική ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων. Ήταν μεγάλη τύχη για
τις δύο χώρες η παρουσία και η δουλειά του εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ.
(*) Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Διετέλεσε ειδικός συνεργάτης στο Γραφείο του
Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και Διευθυντής του Γραφείου του ΑΠΕ στη Μόσχα.
Το κείμενο αυτό είναι η εισήγησή του στο Ελληνορωσικό Φόρουμ που οργανώθηκε στις
8-9.10.2008 στην Αθήνα, με ορισμένες μικρές προσθήκες και τροποποιήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου